THEPOWERGAME
Ακόμα κι αν τα χειρότερα φαίνεται να έχουν περάσει για τις τράπεζες σε ό,τι αφορά στην πρόσφατη αναταραχή, οι προοπτικές τόσο για τον κλάδο, όσο και για την πορεία των αγορών γενικότερα, παραμένουν ζοφερές, όπως σημειώνει η Capital Economics.
Η risk-on διάθεση των επενδυτών επανήλθε εν μέσω χαλάρωσης των ανησυχιών για το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ, αλλά και της Ευρώπης. Αυτό φαίνεται να αντανακλά την άποψη ότι η παρέμβαση, συμπεριλαμβανομένης ίσως της επέκτασης της εγγύησης της FDIC των καταθέσεων πάνω από το υπάρχον ανώτατο όριο των 250.000 δολαρίων, θα αποτρέψει περαιτέρω κρίσεις. Είναι λογικό, επισημαίνει η Capital Economics, ότι αυτό θα κατευνάσει τις πιο έντονες ανησυχίες για τις περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι προοπτικές είναι ρόδινες. Εξάλλου, τα πρόσφατα γεγονότα έχουν επιδεινώσει αυτό που ήδη φαινόταν να είναι μια αρκετά ζοφερή προοπτική για την οικονομία των ΗΠΑ.
Οι τιμές των μετοχών των περιφερειακών τραπεζών των ΗΠΑ ανέκαμψαν σε σχέση με τις ισχυρές απώλειες του προηγούμενου διαστήματος, με τη μεγαλύτερη εικόνα να δείχνει ότι υπάρχει μια αυξανόμενη πεποίθηση ότι η παρέμβαση των αρχών θα αποτρέψει άλλα σημεία ανάφλεξης. Η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γέλεν δήλωσε ότι «η παρέμβαση θα μπορούσε να δικαιολογηθεί εάν τα μικρότερα τραπεζικά ιδρύματα υποστούν φυγή καταθέσεων που ενέχουν κίνδυνο μετάδοσης».
«Είναι λογικό για εμάς ότι αυτό θα κατευνάσει το άγχος των επενδυτών. Σε τελική ανάλυση, μπαίνει στην καρδιά του άμεσου προβλήματος του τραπεζικού τομέα: πτώση των καταθέσεων και φυγή από περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ (και όχι, για παράδειγμα, ανησυχίες γύρω από τις μεγαλύτερες τράπεζες)» τονίζει η Capital Economics.
Ομολογουμένως, η Credit Suisse – μια παγκόσμια συστημικά σημαντική τράπεζα– έσπασε αυτό το αφήγημα την περασμένη εβδομάδα. Αλλά τα ζητήματά της ήταν μακροχρόνια και διαφορετικά από αυτά στις ΗΠΑ: Δεν φαίνεται αντιπροσωπευτικό άλλων μεγάλων τραπεζών, είτε στην Ευρώπη είτε σε άλλες περιοχές.
Για παράδειγμα, όπως εξηγεί η Capital Economics, οι τιμές των μετοχών των μεγάλων τραπεζών των ΗΠΑ έχουν μειωθεί κατά 2,5% σε μέσο όρο από τις αρχές του έτους, σε σύγκριση με πτώση 15% για άλλες τράπεζες των ΗΠΑ (εξαιρουμένων των τεσσάρων που επηρεάστηκαν περισσότερο). Η υποαπόδοση αυτών των μη συστημικά σημαντικών τραπεζών είναι μια αξιοσημείωτη διαφορά από ό,τι ίσχυε στο παρελθόν, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, δηλαδή ότι υπήρξε μία στενή σχέση μεταξύ όλων των μετοχών του τραπεζικού τομέα των ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, αυτό υπογραμμίζει ξεκάθαρα πού εντοπίζονται οι πρωταρχικές ανησυχίες των επενδυτών, τονίζει η Capital Economics.
Συνεπώς, οποιεσδήποτε πολιτικές που στοχεύουν στην άμβλυνση των φόβων για τη φυγή καταθέσεων πιθανότατα θα συμβάλλουν σημαντικά στην αποκατάσταση της… ειρήνης στις αγορές τονίζει.
Ωστόσο η Capital Economics δεν πιστεύει ότι αυτό θα σήμαινε ότι οι προοπτικές για αυτές τις τράπεζες ή τον τραπεζικό τομέα γενικότερα, είναι ρόδινες.
Και υπάρχουν δύο λόγοι για αυτό:
- Πρώτον, μπορεί να υπάρχουν πιο «ιδιοσυγκρασιακά» ζητήματα σε ορισμένες τράπεζες. Αυτά τα ζητήματα είναι αποδεδειγμένα δύσκολο να εντοπιστούν εκ των προτέρων – ορισμένες από τις τράπεζες που επηρεάστηκαν περισσότερο τις τελευταίες εβδομάδες είχαν, μέχρι εκείνο το σημείο, καλύτερες επιδόσεις από άλλες τράπεζες φέτος.
- Δεύτερον, οι πιστωτικές συνθήκες είχαν ήδη αρχίσει να «σφίγγουν» και οι πληγές από την πρόσφατη καταιγίδα, ακόμα κι αν τα πράγματα αρχίσουν τώρα να σταθεροποιούνται, μπορεί να επιταχύνουν αυτή τη διαδικασία.
Η Capital Economics είχε ήδη προβλέψει μια ύφεση στην οικονομία των ΗΠΑ και την ευρωζώνη φέτος. Έτσι πιστεύει όλο και περισσότερο, ότι το μακροοικονομικό σκηνικό για το υπόλοιπο του 2023 θα έχει στο επίκεντρο τις δυσκολίες και τα προβλήματα του τραπεζικού κλάδου. Με τη σειρά του, αυτό υποδηλώνει ότι οι προοπτικές για τα χρηματιστήρια γενικότερα είναι επίσης αρκετά ζοφερές, καταλήγει ο οίκος.