THEPOWERGAME
Η συμφωνία εξαγοράς της Credit Suisse από την UBS έναντι 3 δισ. ελβετικών φράγκων φαίνεται πως προς το παρόν δεν καθησύχασε τους επενδυτές, καθώς τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια άνοιξαν με απώλειες, ενώ οι μετοχές των δύο ελβετικών τραπεζών σημειώνουν ελεύθερη πτώση.
Ειδικότερα, με το σημερινό άνοιγμα των συνεδριάσεων να χαρακτηρίζεται ως το χειρότερο από τον Σεπτέμβριο του 2022, ο πανευρωπαϊκός δείκτης Stoxx 600 καταγράφει απώλειες 1%, ενώ οι τράπεζες βυθίζονται κατά 3,85%.
Η μετοχή της Credit Suisse κατρακυλά κατά 63%, ενώ της UBS υποχωρεί κατά 8,7%.
«Θεωρητικά, δεν υπάρχει λόγος να επεκταθεί η κρίση της Credit Suisse, καθώς αυτό που πυροδότησε τον τελευταίο σεισμό για την Credit Suisse ήταν μια κρίση εμπιστοσύνης, που δεν αφορά την UBS, μια τράπεζα έξω από την αναταραχή, με, επιπλέον, άφθονη ρευστότητα και εγγύηση από την SNB (Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας) και την κυβέρνηση», δήλωσε η Ipek Ozkardeskaya, ανώτερη αναλυτής της Swissquote Bank, σε σημείωμα που επικαλείται το Reuters.
Υπενθυμίζεται πως σε εντατικές διαβουλεύσεις βρίσκονταν η UBS με την Κεντρική Τράπεζα και την αρμόδια αρχή εποπτείας των χρηματοοικονομικών αγορών (FINMA) της Ελβετίας κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, προκειμένου να βρεθεί η κατάλληλη φόρμουλα για την επίσπευση μιας συγχώνευσης με την Credit Suisse (CS) και την παροχή δικλίδων ασφαλείας.
Αργά την Κυριακή, η UBS προσέφερε αρχικά 1 δισ. δολάρια για την εξαγορά της CS και έπειτα αύξησε το τίμημα σε πάνω από 2 δισ. δολάρια. Τελικά, η UBS συναίνεσε σε αντίτιμο της τάξεως των 3,25 δισ. δολαρίων ή 3 δισ. ελβετικών φράγκων για να αναλάβει τον έλεγχο της CS, ενώ η ελβετική κυβέρνηση εξετάζει νομοθετική τροποποίηση για την επισφράγιση της συμφωνίας έως τη Δευτέρα, ώστε έτσι να παρακάμψουν την τυπική διαδικασία της ψηφοφορίας των μετόχων.
Η συμφωνία θα ευοδωθεί με την ανταλλαγή μετοχών έναντι 76 σαντίμ Ελβετίας για κάθε τεμάχιο της Credit Suisse, έναντι των 1,86 ελβετικών. φράγκων που ήταν το κλείσιμο της Παρασκευής. Η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας θα παραχωρήσει γραμμή ρευστότητας 100 δισ. δολαρίων στη UBS, με την κυβέρνηση να καλύπτει τον κίνδυνο αθέτησης πληρωμών, σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομικών.
Συν τοις άλλοις, η ελβετική κυβέρνηση πρόκειται να καλύψει ενδεχόμενες απώλειες έως και 19 δισ. ελβ. φράγκων, υπό την προϋπόθεση πως η UBS πρώτη θα επωμισθεί ζημιές 5 δισ. ελβ. φράγκων από ορισμένα χαρτοφυλάκια περιουσιακών στοιχείων. Σύμφωνα με τους Financial Times, που αποκάλυψαν τις διεργασίες για την επίτευξη αυτής της δύσκολης συμφωνίας, η αξία ορισμένων ομολόγων της CS θα μηδενιστεί πλήρως.
Πληροφορίες της βρετανικής εφημερίδας και του αμερικανικού πρακτορείου Bloomberg αποκάλυψαν πως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) έδωσε τη συγκατάθεσή της για τον «γάμο» των δύο ισχυρότερων τραπεζικών ομίλων της Ελβετίας, ο οποίος γίνεται βεβιασμένα για να αποφευχθούν περαιτέρω αλυσιδωτές αντιδράσεις από την κατάρρευση των Silicon Valley Bank και Signature Bank στις ΗΠΑ προ δέκα ημερών.
Αν και η προοπτική μιας συγχώνευσης είχε συζητηθεί πρόσφατα, καθώς η Credit Suisse έχει αποδυναμωθεί έπειτα από μια σειρά σκανδάλων που έπληξαν την αξιοπιστία της, τα πρόσφατα γεγονότα κατέστησαν απαραίτητη μια συμφωνία με τη UBS. Αυτό διεμήνυσαν οι αρμόδιοι αξιωματούχοι της κεντρικής τράπεζας της Ελβετίας και της FINMA στους ομολόγους τους στο εξωτερικό, θεωρώντας πως ο συνδυασμός των δύο ισχυρών ομίλων της χώρας είναι η μοναδική επιλογή για να τεθεί υπό έλεγχο η κρίση εμπιστοσύνης στην Credit Suisse. H ΒlackRock, εν τω μεταξύ, διέψευσε δημοσιεύματα που την ήθελαν να εκδηλώνει ενδιαφέρον για την απόκτηση της Credit Suisse, ενός τραπεζικού γίγαντα με 167ετή ιστορία και παρουσία σε πάνω από 50 χώρες.
Τα προβλήματα που είχαν συσσωρευτεί εις βάρος της Credit Suisse κλιμακώθηκαν μετά την κατάρρευση της Silicon Valley Bank και της Signature Bank στις ΗΠΑ. Το κόστος ασφάλισης της Credit Suisse από τον κίνδυνο χρεοκοπίας εκτοξεύθηκε στις 1.000 μονάδες βάσης, έναντι λιγότερων από 400 μ.β. στις αρχές Μαρτίου. Οι επενδυτές δεν πείστηκαν από τη γραμμή πίστωσης των 50 δισ. ελβετικών φράγκων που δόθηκε την περασμένη Τετάρτη από την κεντρική τράπεζα της χώρας και τα σχέδια της διοίκησης να επαναγοράσει ομόλογα 3 δισ. ελβετικών φράγκων πριν από τη λήξη τους. Πηγές των Financial Times είχαν αποκαλύψει, επίσης, πως οι ημερήσιες εκροές καταθέσεων από την Credit Suisse κινήθηκαν στα 10 δισ. ελβετικά φράγκα προς τα τέλη της περασμένης εβδομάδας. Μέσα στο δ’ τρίμηνο του 2023, οι πελάτες της CS είχαν ήδη αποσύρει πάνω από 100 δισ. ελβετικά φράγκα.
Από την πλευρά της, η UBS ζητεί από την ελβετική κυβέρνηση κάποιες δικλίδες ασφαλείας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την επενδυτική τραπεζική της Credit Suisse, που αποτελεί την πηγή των προβλημάτων της. Ήδη οι προβλέψεις για την κάλυψη νομικών δαπανών της CS κινούνται στο 1,2 δισ. ελβετικά φράγκα, ενώ εκτιμάται πως ενδεχομένως να αυξηθούν κατά ακόμη 1,2 δισ. ελβετικά φράγκα. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πως τα κέρδη της UBS διαμορφώθηκαν πέρυσι στα 7,6 δισ. δολάρια. Αντίθετα, η CS είχε ζημίες 7,9 δισ. δολαρίων, διαγράφοντας έτσι την κερδοφορία μιας ολόκληρης δεκαετίας.
Σχολιάζοντας την πολυτάραχη πορεία της Credit Suisse κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας στους Financial Times -ιδιαίτερα μετά την τεράστια έκθεση στα σκάνδαλα των εταιρειών Archegos Capital Management και Greensill Capital-, ο Τζον ΜακΚλαν, διαχειριστής χαρτοφυλακίων στην Brandywine Capital, τόνισε πως με την CS «προκύπτει το ένα ζήτημα μετά το άλλο». O Βίνσεντ Κάουφμαν, διευθύνων σύμβουλος της Ethos Foundation, που αντιπροσωπεύει συνταξιοδοτικά ταμεία με μερίδια από 3% έως 5% στις CS και UBS, είπε στη βρετανική εφημερίδα πως η παράλειψη της ψηφοφορίας των μετόχων ήταν δείγμα «κακής διακυβέρνησης».
Σύμφωνα με το Bloomberg, το πιθανότερο σενάριο στην απορρόφηση της Credit Suisse από τη UBS είναι να διατηρήσει τις δραστηριότητες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και πλούτου, χωρίς να είναι βέβαιη η τύχη των υπολοίπων. Οπότε η απόλυση 9.000 υπαλλήλων, που είχε ήδη αποφασιστεί στο πλαίσιο των σχεδίων αναδιάρθρωσης της CS -στα οποία συμπεριλαμβανόταν η διάσπαση της επενδυτικής τραπεζικής με την επωνυμία First Boston- δεν θα είναι παρά μια πρόγευση μεγαλύτερων περικοπών, εικάζει το αμερικανικό πρακτορείο. Το συνολικό προσωπικό και των δύο τραπεζών υπολογίζεται στα 125.000 άτομα, εκ των οποίων το 30% απασχολείται στην Ελβετία.