THEPOWERGAME
«Μπλόκο» στην πώληση ή ενοικίαση κατοικιών αν δεν έχουν αναβαθμιστεί ενεργειακά κατά τουλάχιστον δύο κατηγορίες πάνω από την κατώτατη, έρχεται να βάλει η νέα ενεργειακή ευρωπαϊκή Οδηγία (EPBD), η οποία ψηφίστηκε από την Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Πρόκειται για μια πολύ σημαντική εξέλιξη, η οποία θα αναδιαμορφώσει πλήρως τον «χάρτη» της αγοράς κι ενοικίασης κατοικίας, με δεδομένο ότι στην Ελλάδα, πάνω από το 50% του κτιριακού αποθέματος εντάσσεται στην χαμηλότερη κατηγορία (H’) του ενεργειακού πιστοποιητικού.
Όλα τα κτίρια που έχουν χτιστεί από τις δεκαετίες του 1950 και μέχρι το 1990, κατά κανόνα στερούνταν μονώσεων. Ως εκ τούτου, ακόμα κι αν έχουν τοποθετηθεί ενεργειακά αποδοτικά κουφώματα αλουμινίου, δεν αρκούν για να ανεβάσουν το ακίνητο κατηγορία. Γι’ αυτό θα απαιτηθούν παρεμβάσεις πολύ υψηλού κόστους, όπως η αλλαγή του συστήματος ψύξης-θέρμανσης, με την χρήση αντλίας θερμότητας και η θερμομόνωση όλου του εξωτερικού τμήματος του ακινήτου. Οι δαπάνες αυτές υπολογίζεται σήμερα ότι κοστίζουν πέριξ των 20.000 – 30.000 ευρώ, ανάλογα με το μέγεθος και την ηλικία του εκάστοτε κτιρίου/διαμερίσματος.
Το πρώτο «καμπανάκι» από πλευράς χρονοδιαγραμμάτων, θα ηχήσει σε επτά χρόνια από σήμερα και συγκεκριμένα το 2030. Μέχρι τότε, όπως ορίζεται στην οδηγία, θα πρέπει όλα τα κτίρια στην Ευρώπη να έχουν αναβαθμιστεί ώστε να φτάσουν στην κατηγορία Ε’ και στην Δ’ έως το 2033. Στην ελληνική αγορά ακινήτων, κατηγορίας Δ’ είναι κυρίως κατοικίες και διαμερίσματα που έχουν κατασκευαστεί τα τελευταία 20-25 χρόνια, τα οποία αποτελούν ένα πολύ μικρό ποσοστό του συνόλου, περίπου 10%. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία από την επεξεργασία της απογραφής του 2011, επί συνόλου 4,1 εκατ. ακινήτων, μόλις τα 476.507 είχαν κατασκευαστεί από το 2001 και μετά. Ο αριθμός δεν αναμένεται να έχει αυξηθεί ιδιαίτερα, δεδομένης της ύφεσης και της οικονομικής κρίσης που ακολούθησαν εκείνης της απογραφής. Αντίστοιχα, τα ακίνητα που είναι προγενέστερα αριθμούν περίπου 2,2 εκατ., δείγμα της τιτάνιας προσπάθειας και των κεφαλαίων που θα απαιτηθούν, προκειμένου να πραγματοποιηθεί ένα τόσο ευρύ πρόγραμμα ενεργειακών αναβαθμίσεων.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει η διεθνή ομοσπονδία ιδιοκτητών ακινήτων UIPI και η ελληνική ΠΟΜΙΔΑ, «η αναθεώρηση της οδηγίας EPBD στοχεύει στην αναβάθμιση του ευρωπαϊκού κτιριακού αποθέματος σε μηδενικές εκπομπές (ZEB) έως το 2050. Στην πρότασή του Δεκεμβρίου 2021, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εισήγαγε την υποχρέωση για τα κράτη μέλη να καταργήσουν σταδιακά τα κτίριά τους με τη χειρότερη απόδοση, θέτοντας πρότυπα ενεργειακής απόδοσης σε επίπεδο ΕΕ. Αυτά τα λεγόμενα πρότυπα ελάχιστης ενεργειακής απόδοσης (MEPS) βασίζονται σε ένα κοινό αναβαθμισμένο σύστημα Πιστοποιητικών Ενεργειακής Απόδοσης, όπου, όπως προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το χειρότερο 15% κάθε εθνικού κτιριακού αποθέματος θα ταξινομηθεί ως κατηγορία, ενώ η κατηγορία Α θα προορίζεται για «Κτίρια μηδενικών εκπομπών»».
Στόχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ήταν όλα τα κτίρια να φτάσουν στην κατηγορία Ε στην Ευρώπη έως το 2033, αλλά μετά τη ψηφοφορία στην Επιτροπή Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο πήχης τέθηκε ακόμη υψηλότερα ζητώντας όλα τα κτίρια στην Ευρώπη να φτάσουν τουλάχιστον την κατηγορία D το αργότερο έως το 2033.
Σύμφωνα με την UIPI αυτό θα αφορά ενδεχομένως περισσότερο από το ήμισυ του αποθέματος σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα. Εάν εξαιρεθούν, όπως επιτρέπεται, τα επίσημα προστατευόμενα κτίρια και οι δεύτερες κατοικίες, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ανακαινίσουν περίπου το 40% έως 45% του τομέα ακινήτων τους σε οκτώ χρόνια. Και δεν σταματά εκεί, καθώς το Κοινοβούλιο απαιτεί από τα κράτη μέλη να θέσουν σε εφαρμογή πρόσθετους και υψηλότερους εθνικούς στόχους για το υπόλοιπο απόθεμα και πέραν αυτής της ημερομηνίας, τονίζει ακόμη η Ένωση, σημειώνοντας ότι απαιτείται κάποιο χρονικό διάστημα προτού μια ευρωπαϊκή Οδηγία ενσωματωθεί στις εθνικές νομοθεσίες.
Σε πρόσφατη ομιλία του, με αφορμή την ψήφιση της οδηγίας αυτής, στο συνέδριο Prodexpo North, ο πρόεδρος της ΠΟΜΙΔΑ, κ. Στράτος Παραδιάς, ανέφερε ότι «οι παρεμβάσεις που θα απαιτηθούν είναι ιδιαίτερα κοστοβόρες και έξω από κάθε δυνατότητα της ελληνικής οικογένειας. Αν δεν δοθούν κάποιες ενισχύσεις, κάποια ουσιαστικά κίνητρα και κάποιες φοροαπαλλαγές, κανένας δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί με αποτέλεσμα τα ακίνητα να τεθούν εκτός αγοράς μισθώσεων, επιτείνοντας το ήδη μεγάλο πρόβλημα της έλλειψης εκμισθούμενων κατοικιών στην αγορά, που δημιουργεί πίεση και στις τιμές των ενοικίων των νέων μισθώσεων».