THEPOWERGAME
Παρά τις αναταράξεις στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, η ΕΚΤ ανακοίνωσε νέα αύξηση του βασικού επιτοκίου κατά 0,5%, σε μία περίοδο που ο πληθωρισμός παραμένει πολύ υψηλός, ενώ οι ανησυχίες στον τραπεζικό κλάδο έχουν ενταθεί σημαντικά, μετά την κατάρρευση της αμερικανικής Silicon Valley Bank και την κρίση εμπιστοσύνης στην ελβετική τράπεζα Credit Suisse.
«Η αύξηση των επιτοκίων κατά 0,5% θεωρούταν δεδομένη για μεγάλο χρονικό διάστημα», δημοσιεύει η Handelsblatt. «Η πρόεδρος της Ε.Κ.Τ., Κριστίν Λαγκάρντ, σχολίασε πως ο πληθωρισμός παραμένει υπερβολικά υψηλός για μεγάλο χρονικό διάστημα και πως δεν υπάρχουν πολλά ενθαρρυντικά σημάδια για την υποχώρησή του. Ωστόσο, βεβαίωσε πως η Ε.Κ.Τ. θα διασφαλίσει τη ρευστότητα των τραπεζών, καθώς και ότι ο τραπεζικός κλάδος είναι πολύ πιο ισχυρός σε σύγκριση με την οικονομική κρίση του 2008. […] Λόγω των πρόσφατων αναταραχών στην τραπεζική αγορά, υπήρξαν φωνές που προέτρεπαν την κεντρική τράπεζα να είναι προσεκτική. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι, ωστόσο, υπέθεσαν ότι η Κεντρική Τράπεζα θα επιμείνει στα σχέδιά της, διότι μια απόκλιση θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως σήμα συναγερμού».
Η tageszeitung συμφωνεί πως «μία αλλαγή πολιτικής στην αύξηση των επιτοκίων θα σήμαινε πως οι αγορές διατρέχουν τεράστιο κίνδυνο. Όμως, πράγματι, μία νέα οικονομική κρίση πλησιάζει. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελβετική Κεντρική Τράπεζα παρέχει δισεκατομμύρια φράγκα στην παραπαίουσα Credit Suisse. Η CS είναι ένα συστημικά σημαντικό δεξαμενόπλοιο με τεράστιο ζήτημα εμπιστοσύνης: οι πελάτες έχουν ήδη αποσύρει το γιγαντιαίο ποσό των 120 δισεκατομμυρίων φράγκων, επειδή δεν πιστεύουν στην αναδιάρθρωση του ιδρύματος.
Τα βαθύτερα αίτια της σημερινής αβεβαιότητας εντοπίζονται στην παγκόσμια μεταστροφή των επιτοκίων – η συνεπαγόμενη μεταβολή των συνθηκών θα μπορούσε να απειλήσει ακόμη περισσότερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η χρεοκοπημένη Silicon Valley Bank κατέρρευσε επειδή δεν ήταν προετοιμασμένη για την αύξηση των επιτοκίων. Οι ρυθμιστικές αρχές δεν ήταν πλέον τόσο προσεκτικές όσο μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, επειδή ο πρώην πρόεδρος των Η.Π.Α. Ντόναλντ Τραμπ είχε αποδυναμώσει τους ελέγχους κατόπιν αιτήματος του χρηματοπιστωτικού λόμπι, το οποίο επέτυχε και στην Ε.Ε. να παραμείνουν ανεφάρμοστοι οι νόμοι που θα μπορούσαν να καταστήσουν τη βιομηχανία χρήματος ασφαλέστερη. Αρχικά, το μαξιλάρι ζημιών των μεγάλων τραπεζών επρόκειτο να αυξηθεί από 8% σε 10% του συνόλου του ισολογισμού – τα χρήματα αυτά θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν σε περίπτωση αναταράξεων. Επιπλέον, θα ήταν αναγκαίο ένα σύστημα ασφαλείας βασισμένο στο αμερικανικό μοντέλο για την επαρκή προστασία των καταθέσεων των πολιτών – οι οποίες δεν καταβάλλονται από το κράτος, αλλά από τις ίδιες τις τράπεζες».
Από την πλευρά της, η Süddeutsche Zeitung διερωτάται: «Πόσο συχνά έχουμε ακούσει τα τελευταία χρόνια ότι δεν χρειάζεται να ανησυχούμε για τον πληθωρισμό; Διότι, εάν ερχόταν, οι κεντρικές τράπεζες θα ήταν έτοιμες να δράσουν. Τώρα αποδεικνύεται ότι αυτό δεν είναι τόσο απλό όσο ισχυρίζονται θρασύτατα κάποιοι. Αντιθέτως, είναι απίστευτα δύσκολο. Λίγες φορές είναι οι αγορές τόσο ευαίσθητες οικονομικά όσο κατά τις αυξήσεις των επιτοκίων μετά από μια μακρά περίοδο φθηνού χρήματος. Ο κόσμος έμαθε πώς να διαχειρίζεται τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις μετά το 2008. Το ζητούμενο τώρα είναι να μπορέσουμε να ξεφύγουμε από τις συνέπειες των μέτρων αυτής της διαχείρισης».
Πηγή: Deutsche Welle