THEPOWERGAME
Τον βηματισμό του αρχίζει να βρίσκει το λιανεμπόριο μετά από αρκετά χρόνια, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τα αποτελέσματα έρευνας που πραγματοποίησε το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών για τον Εμπορικό Σύλλογο Αθηνών, με το πέρας των χειμερινών εκπτώσεων.
Όπως αναφέρει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Μάκης Σαββίδης, αντιπρόεδρος ΕΣΑ και αντιπρόεδρος GRECA, ποσοστό περίπου 60% των επιχειρήσεων της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας κατάφερε να βελτιώσει τον τζίρο κατά τη διάρκεια των χειμερινών εκπτώσεων σε σχέση με πέρυσι ενώ προσδοκά αυξημένες πωλήσεις το επόμενο διάστημα. «Ωστόσο, δεν πρέπει να παραλείψουμε ότι, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, το 1/3 των επιχειρήσεων δηλώνει ότι τα πήγε χειρότερα, σε σχέση με πέρυσι» σημειώνει ο κ. Σαββίδης και προσθέτει: «Το συγκεκριμένο ποσοστό εντοπίζεται στις πολύ μικρές επιχειρήσεις και στις περιφερειακές αγορές οι οποίες σιγά σιγά εξασθενούν. Προέχει να δούμε πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το γεγονός».
Εστιάζοντας στα σημαντικότερα ζητήματα που έχουν υποδειχθεί από τον εμπορικό κόσμο και τα οποία αποτελούν τροχοπέδη στην περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου, ο κ. Σαββίδης τονίζει ότι αφορούν στην πολιτική σταθερότητα και στην χρηματοδότηση των μικρομεσαίων κυρίως επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, διευκρινίζει ότι οι επερχόμενες εκλογές εκτιμάται ότι θα επηρεάσουν την καταναλωτική κίνηση στην αγορά καθώς επίσης και την ψυχολογία των καταναλωτών δοκιμάζοντας για μια ακόμα φορά τις αντοχές των επιχειρήσεων. Παράλληλα, οι έμποροι που αποτελούν τον κορμό της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας θίγουν την ανύπαρκτη χρηματοδότηση από το τραπεζικό σύστημα που συνεχίζει να απειλεί την επιβίωση των επιχειρήσεων.
Εν τω μεταξύ, καθώς ενισχύεται η αβεβαιότητα στο οικονομικό περιβάλλον οι καταναλωτές, με το διαθέσιμο εισόδημά τους να πιέζεται, εστιάζουν όλο και περισσότερα στις τιμές των προϊόντων. Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Σαββίδης σημειώνει ότι παρατηρείται μεν μια πίεση στο καλάθι του σούπερ μάρκετ αλλά η εικόνα είναι λίγο διαφορετική σε άλλους κλάδους, εκτός τροφίμων. «Απορροφούμε μεγάλο μέρος των αυξήσεων στις πρώτες ύλες και μεταφορικά παρά τις προκλήσεις» τονίζει και συμπληρώνει: «Ο εμπορικός κλάδος έχει συγκρατήσει τις τιμές και δεν έχει μετακυλίσει το αυξημένο ενεργειακό κόστος. Για άλλη μια φορά βάζει πλάτη και δεν εκμεταλλεύεται τη συγκυρία ώστε να αυξήσει τις τιμές, όπως συμβαίνει σε άλλους κλάδους».
Εστιάζοντας στις ηλεκτρονικές αγορές, ο κ. Σαββίδης τονίζει ότι το ηλεκτρονικό εμπόριο συνεχίζει να καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερο ποσοστό πωλήσεων ενώ ο ανταγωνισμός εντείνεται με ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να επιδιώκουν τη δραστηριοποίησή τους στη χώρα. Σύμφωνα με τον ίδιο «το ελληνικό ηλεκτρονικό εμπόριο δεν κινείται μεμονωμένα αλλά διακλαδικά (Omnichannel). Μία στις πέντε ελληνικές εμπορικές επιχειρήσεις (ποσοστό 20%) διαθέτουν ηλεκτρονικό κανάλι, δηλαδή το 90% είναι προέκταση φυσικού καταστήματος. Έτσι ο καταναλωτής προκειμένου να ολοκληρώσει μια αγορά κάνει έναν κύκλο μεταξύ φυσικού και ηλεκτρονικού καταστήματος. Συγκεκριμένα, παραγγέλνει ένα προϊόν ηλεκτρονικά και το παραλαμβάνει από το φυσικό κατάστημα και αντιστρόφως». Μάλιστα, ο κ. Σαββίδης επισημαίνει ότι το 2022 ήταν η πρώτη χρονιά που η Ελλάδα έσπασε σαν χώρα το ρεκόρ της χρήσης ίντερνετ στο γενικό πληθυσμό αγγίζοντας ποσοστό 81%. Αξιοσημείωτο είναι ότι από αυτούς που χρησιμοποιούν το ίντερνετ, ποσοστό 72% έκαναν κάποιου είδους ηλεκτρονική συναλλαγή, γεγονός θετικό και πολύ ενθαρρυντικό.
Ενισχύονται οι προσδοκίες του εμπορικού κόσμου
Βελτίωση του τζίρου του κατά τη διάρκεια των χειμερινών εκπτώσεων διαπιστώνει το 48,2% των εμπόρων της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας ενώ 20,3% αναμένει ίδιο τζίρο σε σχέση με πέρυσι, σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας που πραγματοποιήθηκε σε 350 επιχειρήσεις και καταστήματα της Αθήνας και των περιφερειακών αγορών από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών για τον Εμπορικό Σύλλογο Αθηνών. Παράλληλα, καταγράφεται συγκρατημένη αισιοδοξία για το επόμενο διάστημα με περισσότερους από έξι στους δέκα εμπόρους να εκφράζουν προσδοκίες για αυξημένες πωλήσεις στο επόμενο διάστημα.
Σχολιάζοντας την έρευνα του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών, ο πρόεδρος του ΕΣΑ Σταύρος Καφούνης δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι «απαιτείται συνέχιση της στοχευμένη στήριξης με ουσιαστικά μέτρα ελάφρυνσης του κόστους λειτουργίας όλων των επιχειρήσεων, μείωση του μη μισθολογικού κόστους, συνολική κατάργηση του μνημονιακού τέλους επιτηδεύματος και -ταυτόχρονα- εγρήγορση για να εκσυγχρονίσουμε τις επιχειρήσεις με ταχύτερους ρυθμούς».
Συμπερασματικά, σχεδόν 7 στους 10 δήλωσαν καλύτερο (48,2%) ή ίδιο (20,3%) τζίρο με το 2022, όμως ποσοστό 31,4% κατέγραψε χειρότερα αποτελέσματα. Η πλειοψηφία των καταστημάτων του δείγματος 6 στα 10, ανήκουν στην κατηγορία Ένδυση – Υπόδηση – Αξεσουάρ που έχουν πρωτεύοντα ρόλο στην εκπτωτική περίοδο. Περισσότερα από 6 στα 10 σημεία πώλησης του δείγματος, λειτουργούν στα όρια του Δ. Αθηναίων.
Η ελπίδα για αλλαγή του κλίματος και η επιστροφή στην ανάπτυξη, καταγράφεται από την προσδοκία περισσότερων από 6 στους 10 ερωτηθέντων, ότι οι πωλήσεις τους θα αυξηθούν το επόμενο εξάμηνο. Φαίνεται ότι στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, η αβεβαιότητα των επερχόμενων εκλογών και η δύσκολα προβλέψιμη συμπεριφορά του καταναλωτικού κοινού το επόμενο τρίμηνο, έχει αναδείξει ως σημαντικότερο παράγοντα που επηρεάζει τη λειτουργία των εμπορικών επιχειρήσεων την πολιτική σταθερότητα. Ακολουθεί το διαχρονικό πρόβλημα της χρηματοδότησης/ρευστότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που ταλανίζει τον εμπορικό κόσμο την τελευταία δεκαετία.
Σημειώνεται ότι η μείωση του κόστους ενέργειας που ήταν σε πρώτο πλάνο για αρκετό χρονικό διάστημα, δεν θεωρείται πλέον ο σημαντικότερος παράγοντας και επηρεάζει λιγότερους από 2 στους 10 εμπόρους και συγκεκριμένα τις μεγαλύτερες και πιο ενεργοβόρες μονάδες.
Η ασφάλεια έναντι της παραβατικότητας, παρατηρείται έντονα μόνο στα καταστήματα που λειτουργούν στις επιβαρυμένες περιοχές του κέντρου της Αθήνας και πιο συγκεκριμένα στις περιοχές γύρω από την Ομόνοια, τα Εξάρχεια και την εμπορική περιοχή στον άξονα των οδών Πατησίων και Αχαρνών καθώς και στην τουριστική περιοχή γύρω από την Ακρόπολη.
Τέλος, η μετάβαση στη ψηφιακή εποχή, φαίνεται ότι δεν αποτελεί προτεραιότητα των εμπορικών επιχειρήσεων και αυτό είναι θέμα που, σύμφωνα με την έρευνα, πρέπει να απασχολήσει την κεντρική διοίκηση και τους επαγγελματικούς φορείς του κλάδου, γιατί η ανάπτυξη του εμπορίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ψηφιακή αναβάθμιση των επιχειρήσεων.