THEPOWERGAME
Εκτιμήσεις για απώλειες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), και ειδικότερα της Bundesbank, της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας, από την αύξηση των επιτοκίων και άρα του κόστους δανεισμού των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, θέτουν στο προσκήνιο ξανά τις πολιτικές διαστάσεις του ρόλου των κεντρικών τραπεζών.
Υπάρχει μεγάλο χάσμα μεταξύ των τόκων που εισπράττουν οι εμπορικές τράπεζες από τις καταθέσεις τους στην ΕΚΤ και των χαμηλών αποδόσεων στα ομόλογα που συνθέτουν ήδη το χαρτοφυλάκιό της, παρατηρούν αναλυτές στους Financial Times. Η αντίθεση αυτή γίνεται ακόμα πιο αισθητή σε μια περίοδο που το κόστος δανεισμού των χωρών-μελών της Ευρωζώνης έχει αυξηθεί αισθητά.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής (Centre for European Policy Studies, CEPS), η κεντρική τράπεζα της Γερμανίας, μιας χώρας-μέλους της Ευρωζώνης που ήταν ανέκαθεν αντίθετη με την πολυετή πολιτική των μηδενικών επιτοκίων και των μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, θα χάσει 193 δισ. ευρώ εντός της επόμενης δεκαετίας από τοποθετήσεις σε κρατικά ομόλογα. Οι μέτοχοι της ΕΚΤ είναι οι κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών, οι οποίες αποδίδουν μέρισμα στο κράτος όταν οι ισολογισμοί τους βρίσκονται σε πλεονασματική θέση.
Στην έρευνα του CEPS αναφέρεται πως οι «οι μεγάλες τοποθετήσεις σε ομόλογα που συσσωρεύτηκαν από το ευρωσύστημα κατά τη διάρκεια των τελευταίων οκτώ ετών αντικατοπτρίζουν ένα μεγάλο δημοσιονομικό στοίχημα πως τα επιτόκια θα έμεναν σε χαμηλά επίπεδα για πάντα. Αυτό το στοίχημα αποδείχθηκε σήμερα εξαιρετικά άστοχο. Ως αποτέλεσμα, οι φορολογούμενοι της Ευρωζώνης ενδεχομένως να χάσουν μέχρι και 700 δισ. ευρώ μέσα στην επόμενη δεκαετία».
Οι συνολικές τοποθετήσεις σε κρατικά ομόλογα της Ευρωζώνης που αναλογούν στην Bundesbank ξεπερνούν το 1 τρισ. ευρώ. Στην περίπτωση της Τράπεζας της Γαλλίας φθάνουν τα 829 δισ. ευρώ, της κεντρικής τράπεζας της Ιταλίας κινούνται στα 736 δισ. ευρώ και της Ισπανίας στα 513 δισ. ευρώ. Το CEPS υπολογίζει πως την περίοδο 2023-34 οι απώλειες που θα καταγραφούν εις βάρος των ισολογισμών τους θα φθάσουν τα 192 δισ. ευρώ για την Bundesbank, τα 138 δισ. ευρώ για την Τράπεζα της Γαλλίας, τα 88 δισ. ευρώ για την κεντρική τράπεζα της Ιταλίας και τα 76 δισ. ευρώ για εκείνη της Ισπανίας. Πρόκειται για τις κεντρικές τράπεζες των τεσσάρων μεγαλύτερων οικονομιών στην Ευρωζώνη. Συνολικά, το καθαρό κόστος προσδιορίζεται στα 640 δισ. ευρώ για την επόμενη δεκαετία, υπογραμμίζει το CEPS.
Ένας σημαντικός όγκος των κρατικών ομολόγων που απορρόφησε η ΕΚΤ στο πλαίσιο των προγραμμάτων για τη στήριξη της Ευρωζώνης έως και τη διετία της πανδημίας εμφάνιζαν ακόμη και αρνητικά επιτόκια. Στόχος αυτής της μακροχρόνιας πολιτικής των χαμηλών επιτοκίων και των μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης ήταν να διατηρηθούν ευνοϊκές οι συνθήκες χρηματοδότησης των κυβερνήσεων για επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Πράγματι, το κόστος δανεισμού στην Ευρωζώνη κινούνταν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, με την ΕΚΤ και τις κεντρικές τράπεζες των 19 κρατών-μελών να συγκεντρώνουν ομόλογα 4,2 τρισ. ευρώ μέχρι τον Ιούλιο του 2022. Όμως το σκηνικό αυτό ανετράπη μετά την ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη, τη συνακόλουθη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την απότομη άνοδο του πληθωρισμού.
Από τον περσινό Μάρτιο, η ΕΚΤ έχει αυξήσει πέντε φορές τα επιτόκιά της, με το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων από τις εμπορικές τράπεζες να αναρριχάται από το -0,50% στο 2,5% και το βασικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης από το μηδέν στο 3%. Κάτω από ένα οξυμένο πληθωριστικό περιβάλλον, με τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη να φθάνει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, η απόδοση του 10ετούς γερμανικού ομολόγου σκαρφάλωσε από το περίπου 0,010% έναν χρόνο πριν στο 2,71%. Η απόδοση του αντίστοιχου ιταλικού αναρριχήθηκε από το 1,58% στο 4,55%.
Βέβαια, το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων από τον Μάρτιο του 2015 έως τον Δεκέμβριο του 2018 (PSPP) και το έκτακτο πρόγραμμα που δρομολογήθηκε επί πανδημίας (PEPP) βοήθησαν τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης να αντεπεξέλθουν σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες και να αντιμετωπίσουν ιστορικές προκλήσεις. Όμως, οι κυβερνώντες στο Βερολίνο και οι ανώτατοι αξιωματούχοι στην Bundesbank ήταν εξαιρετικά επικριτικοί στα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης και τα μηδενικά επιτόκια που δρομολογήθηκαν ύστερα από την κρίση δημοσίου χρέους στην Ευρωζώνη και μετά επί πανδημίας, υποστηρίζοντας πως έτσι η ΕΚΤ αποπροσανατολιζόταν από τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών.
Σήμερα, όμως, το Βερολίνο αντιδρά στην αύξηση των επιτοκίων. Ο νυν υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, εξέφρασε πρόσφατα τη δυσαρέσκειά του για τη μεγάλη αύξηση των επιτοκίων, που θεωρείται απαραίτητη για τη συγκράτηση του πληθωρισμού. Τονίζοντας πως οι ετήσιοι τόκοι που πληρώνει η Γερμανία για το χρέος της έχουν αυξηθεί από τα τέσσερα στα 40 δισ. ευρώ, δήλωσε στην Bild πως «τα χρήματα αυτά δεν μπορούν να δαπανηθούν κάπου αλλού».
Οικονομικοί αναλυτές φοβούνται μήπως ασκηθεί κριτική από την κοινή γνώμη, όχι μόνον στη Γερμανία, αλλά επίσης την Αυστρία και την Ολλανδία, καθώς οι κεντρικές τράπεζες δεν θα καταφέρουν να καταβάλουν μέρισμα στις κυβερνήσεις τους, αφού πέρυσι δεν υπήρξαν κέρδη για την ΕΚΤ. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται από την Commerzbank, οι κεντρικές τράπεζες δεν είναι κερδοσκοπικοί οργανισμοί, αλλά επιτελούν θεσμικό ρόλο.