THEPOWERGAME
«Οι τράπεζες έχουν αντεπεξέλθει στις οικονομικές επιπτώσεις της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία» τόνισε σε δηλώσεις του ο Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, Αντρέα Ενρία.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δημοσίευσε την Τετάρτη τα αποτελέσματα της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process – SREP) για το 2022. Αυτή η διαδικασία παρέχει μια συνολική αξιολόγηση των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν τα σημαντικά ιδρύματα, σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες κεφαλαιακές απαιτήσεις και τα λοιπά εποπτικά μέτρα με τα οποία θα πρέπει να συμμορφώνονται οι τράπεζες το επόμενο έτος, προκειμένου να αντιμετωπίσουν καλύτερα αυτές τις προκλήσεις.
Η SREP διενεργήθηκε εν μέσω επιδείνωσης των οικονομικών συνθηκών και της δυναμικής των χρηματοπιστωτικών αγορών μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Παρά την επιδείνωση των προοπτικών σε όλη τη διάρκεια του έτους, η άνοδος των επιτοκίων οδήγησε σε βελτίωση της κερδοφορίας και της παραγωγής κεφαλαίου. Κατά μέσο όρο, οι τράπεζες διατήρησαν εύρωστες θέσεις κεφαλαίου και ρευστότητας. Η συντριπτική τους πλειονότητα διακρατεί περισσότερα κεφάλαια από αυτά που υπαγορεύουν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις και κατευθύνσεις όπως διαμορφώθηκαν μετά τον προηγούμενο κύκλο της SREP. Οι βαθμολογίες της SREP παρέμειναν σε γενικές γραμμές συνολικά αμετάβλητες.
«Οι τράπεζες έχουν αντεπεξέλθει στις οικονομικές επιπτώσεις της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, χάρη στις ισχυρές θέσεις κεφαλαίου και ρευστότητας, την αύξηση της κερδοφορίας τους και τη συνεχή βελτίωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού», δήλωσε Ενρία. «Ωστόσο, οι προκλήσεις θα εξακολουθήσουν να υφίστανται όσο θα συνεχίζεται ο πόλεμος και οι επιδράσεις από την αύξηση των επιτοκίων απαιτούν προσεκτική παρακολούθηση. Οι τράπεζες πρέπει να αντιμετωπίσουν τις επίμονες αδυναμίες, ιδίως στα πλαίσια ελέγχου κινδύνων και διακυβέρνησης που διαθέτουν, και να αξιολογούν τις μελλοντικές εξελίξεις με συνετό τρόπο».
Η ΕΚΤ εισήγαγε μια σειρά πρωτοβουλιών το 2022 με σκοπό να ενισχύσει την αντίδραση των τραπεζών σε μεσοπρόθεσμους διαρθρωτικούς μετασχηματισμούς, όπως ο ψηφιακός μετασχηματισμός του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η μετάβαση σε μια πράσινη οικονομία. Αυτές οι πρωτοβουλίες σχεδιάστηκαν με σκοπό να ενσωματώσουν στη SREP τη θεματική εξέταση για τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους, καθώς και τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για το κλίμα. Η ΕΚΤ ξεκίνησε επίσης ένα πρόγραμμα συλλογής γνώσεων σε όλον τον τραπεζικό τομέα με σκοπό την παρακολούθηση της υιοθέτησης του ψηφιακού μετασχηματισμού και την προσαρμογή των επιχειρηματικών μοντέλων.
Για το επόμενο έτος, ο σταθμισμένος μέσος όρος των απαιτήσεων του Πυλώνα 2 (Pillar 2 requirements – P2R) που ορίζει η ΕΚΤ για το συνολικό κεφάλαιο παρέμεινε σύμφωνος με τις απαιτήσεις των προηγούμενων ετών, σε 2,0% των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού (risk-weighted assests – RWA) έναντι 1,9% το 2022.
Οι απαιτήσεις P2R για το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) παρέμειναν επίσης σε γενικές γραμμές αμετάβλητες το 2023, σε 1,1%.
Δεδομένου ότι το 2022 δεν διενεργήθηκε άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο ΕΕΜ για την αξιολόγηση της κεφαλαιακής επάρκειας, οι κατευθύνσεις του Πυλώνα 2 (Pillar 2 guidance – P2G) παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητες σε 1,3% κατά μέσο όρο.
Η SREP του 2022 είχε ως αποτέλεσμα προσαύξηση των P2R για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα 24 τραπεζών που υστερούσαν των προσδοκιών της ΕΚΤ για την κάλυψη μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) τα οποία είχαν χορηγηθεί πριν από τις 26 Απριλίου 2019. Τα ιδρύματα παροτρύνθηκαν να καλύψουν αυτά τα κενά. Η συνολική υστέρηση κεφαλαίου όσον αφορά τις προβλέψεις για τα ΜΕΔ ανήλθε σε 7 μονάδες βάσης των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού στο τέλος του κύκλου της SREP. Οι τράπεζες που αντιμετωπίζουν ενεργά την εν λόγω υστέρηση κεφαλαίου σε σχέση με τις προσδοκίες της ΕΚΤ θα μπορέσουν να μειώσουν γρήγορα αυτήν τη νέα προσαύξηση εντός του 2023 χωρίς να χρειαστεί να περιμένουν την επόμενη αξιολόγηση SREP.
Η προσαύξηση κεφαλαίου συμπεριλήφθηκε επίσης στις απαιτήσεις P2R ορισμένων τραπεζών με πολύ υψηλά ανοίγματα σε μοχλευμένες συναλλαγές ή με εξαιρετικά ανεπαρκείς ελέγχους κινδύνου σε αυτόν τον τομέα δραστηριοτήτων.
Για πρώτη φορά, η ΕΚΤ αξιολόγησε τον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης στο πλαίσιο της SREP. Στόχος της ήταν να εντοπιστούν οι τράπεζες που χρειάζεται να εφαρμόσουν μέτρα ποιοτικού χαρακτήρα ή απαιτήσεις P2R για τον δείκτη μόχλευσης. Ως αποτέλεσμα, η ΕΚΤ εξέδωσε μέτρα ποιοτικού χαρακτήρα για τέσσερις τράπεζες.
Για την προσεχή περίοδο, οι συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις και κατευθύνσεις έχουν αυξηθεί, κατά μέσο όρο, σε 15,0% των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού, από 14,7% στον προηγούμενο κύκλο της SREP.
Το μέσο ύψος των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων και κατευθύνσεων όσον αφορά το CET1 αυξήθηκε σε περίπου 10,7% των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού, από 10,4% το 2022. Στο τέλος του γ΄ τριμήνου του 2022, το μέσο ύψος του CET1 που διακρατούνταν από σημαντικά ιδρύματα ανήλθε συνολικά σε 14,7% των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού.
Η αύξηση των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων και κατευθύνσεων αντανακλά κυρίως την επίδραση των μακροπροληπτικών πολιτικών που καθορίζονται από τις εθνικές αρμόδιες αρχές. Στη διάρκεια του 2022 αρκετές από αυτές εξήγγειλαν αύξηση των αντικυκλικών κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας και των αποθεμάτων ασφαλείας συστημικού κινδύνου, με ισχύ από την αρχή του 2023, με αποτέλεσμα η μέση συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας να διαμορφωθεί από 3,6% των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού το α΄ τρίμηνο του 2022 σε 3,8% των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού το α΄ τρίμηνο του 2023.
Η μέση συνολική βαθμολογία SREP το 2022 παρέμεινε σε γενικές γραμμές αμετάβλητη, καθώς το 92% των υπό εξέταση τραπεζών έλαβαν την ίδια συνολική βαθμολογία SREP όπως και το 2021. Η βαθμολογία του υπόλοιπου 8% των τραπεζών επιδεινώθηκε.
Η ΕΚΤ επέβαλε μέτρα ποιοτικού χαρακτήρα κυρίως για τους τομείς της εσωτερικής διακυβέρνησης και του πιστωτικού κινδύνου. Σε αυτούς τους τομείς οι εποπτικές αρχές εξέτασαν την ευρύτερη ποιότητα των πλαισίων εσωτερικού ελέγχου κινδύνων και την αποτελεσματικότητα των διοικητικών οργάνων των τραπεζών, σύμφωνα με τις εποπτικές προτεραιότητες που έχουν καθοριστεί για τα έτη 2022-24.
Τα ευρήματα σχετικά με την εσωτερική διακυβέρνηση ανέδειξαν ανησυχίες για την αποτελεσματικότητα και τη σύνθεση των διοικητικών οργάνων, τη συλλογική καταλληλότητά τους και τα καθήκοντα επίβλεψης που τους έχουν ανατεθεί. Οι βασικές ανησυχίες στον τομέα της διαχείρισης κινδύνων σχετίζονται με το γεγονός ότι οι τράπεζες δεν είναι σαφείς σε ό,τι αφορά τη διάθεσή τους για την ανάληψη κινδύνων και διαθέτουν ανεπαρκείς πρακτικές για την αξιολόγηση και τη διαχείριση των κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων.
Η ΕΚΤ διαπίστωσε επίσης ότι πολλές τράπεζες δεν διέθεταν επαρκείς πόρους σε όλες τις λειτουργίες ελέγχου τους (διαχείριση κινδύνων, συμμόρφωση και εσωτερική επιθεώρηση). Ταυτόχρονα, πολλές τράπεζες δεν κατάφεραν να βελτιώσουν επαρκώς τις ικανότητές τους όσον αφορά τη συγκεντρωτική καταγραφή δεδομένων κινδύνου και υποβολής σχετικών αναφορών. Αυτό επηρέασε με τη σειρά του αρνητικά την ποιότητα των δεδομένων και την ικανότητα των τραπεζών να καταρτίζουν μη τυποποιημένες αναφορές. Πολλά περιβάλλοντα πληροφοριακών συστημάτων εξακολούθησαν να είναι κατακερματισμένα και μη εναρμονισμένα, γεγονός που εμπόδισε τη συγκεντρωτική καταγραφή δεδομένων και την υποβολή σχετικών αναφορών.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει επίσης οδηγήσει σε αύξηση των λειτουργικών κινδύνων και των κινδύνων που συνδέονται με τα πληροφοριακά συστήματα/τον κυβερνοχώρο, ωθώντας τις τράπεζες να αντιμετωπίσουν τις ανεπάρκειες που παρουσιάζονται στις οικείες ρυθμίσεις εξωτερικής ανάθεσης εργασιών και στα οικεία πλαίσια για την ασφάλεια των πληροφοριακών συστημάτων και την ανθεκτικότητα σε κυβερνοαπειλές.
Παρά τη συνεχιζόμενη μείωση των ΜΕΔ, η βαθμολογία πιστωτικού κινδύνου που έλαβαν περισσότερες από τις μισές τράπεζες παρέμεινε αμετάβλητη. Εμφανίστηκαν ενδείξεις λανθάνοντος πιστωτικού κινδύνου, καθώς οι δείκτες του σταδίου 2 και τα μέτρα ρύθμισης δανείων παραμένουν πάνω από τα προ της πανδημίας επίπεδα, ενώ η κάλυψη του σταδίου 2 υποχώρησε κάτω από τα προ της πανδημίας επίπεδα για πολλές τράπεζες. Το 2022 οι βαθμολογίες εξακολουθούσαν να επηρεάζονται από επίμονες ανεπάρκειες του ελέγχου κινδύνων, ιδίως στον τομέα της ταξινόμησης δανείων και στην εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών της ΕΑΤ σχετικά με τη χορήγηση και παρακολούθηση δανείων.