THEPOWERGAME
Η αντικατάσταση του Ουκρανού υπουργού Άμυνας, που αναγγέλθηκε χθες στον απόηχο σκανδάλων διαφθοράς, δεν θα γίνει τελικά αυτή την εβδομάδα, δήλωσαν σήμερα βουλευτές.
«Εν αναμονή του διορισμού των επικεφαλής του υπουργείου Εσωτερικών και των Υπηρεσιών Ασφαλείας της Ουκρανίας. Οι αλλαγές προσωπικού στον τομέα της άμυνας δεν θα γίνουν αυτή την εβδομάδα», ανέφερε στο Telegram ο βουλευτής Ντέιβιντ Αραχάμια, επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος Υπηρέτης του Λαού του προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Χθες, Κυριακή, το βράδυ ο Αραχάμια είχε ανακοινώσει πως ο επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών του ουκρανικού στρατού Κιρίλο Μπουντάνοφ θα αντικαθιστούσε τον Ολεξίι Ρέζνικοφ ως υπουργός Άμυνας.
Η ανακοίνωση της αλλαγής αυτής έγινε εν αναμονή μιας ενδεχόμενης νέας ρωσικής επίθεσης και έπειτα από σκάνδαλα διαφθοράς που συγκλόνισαν, μεταξύ άλλων, το υπουργείο Άμυνας, αν και ο Ρέζνικοφ προσωπικά δεν τέθηκε εν αμφιβόλω.
Ούτε ο πρόεδρος Ζελένσκι ούτε ο Ρέζνικοφ ή ο Μπουντάνοφ έχουν επιβεβαιώσει αυτή την αλλαγή.
Άλλη μία βουλευτής του προεδρικού κόμματος, η Μαριάνα Μπεζούγκλα, δήλωσε στο Facebook πως ο ανασχηματισμός «αναβλήθηκε μέχρι τα τέλη της εβδομάδας» στη διάρκεια της οποίας η κυβέρνηση «αξιολογεί τους κινδύνους» που τίθενται από μια τέτοια αλλαγή ενώ ενισχύεται η ρωσική στρατιωτική πίεση στο ανατολικό τμήμα της χώρας.
Σύμφωνα με τον Αραχάμια, ο Ρέζνικοφ, 56 ετών, θα διοριστεί υπουργός Στρατηγικών Βιομηχανιών.
Ο Ολεξίι Ρέζνικοφ δήλωσε ωστόσο πως δεν είναι ενήμερος για τυχόν διορισμό του στο υπουργείο Στρατηγικής Βιομηχανίας, σε συνέντευξη που παραχώρησε στον ειδησεογραφικό ιστότοπο του τοπικού τηλεοπτικού δικτύου ICTV.
Ο Ρέζνικοφ, ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα πρόσωπα του πολέμου στην Ουκρανία, είχε διοριστεί υπουργός Άμυνας τον Νοέμβριο του 2021 και συνέβαλε στον εφοδιασμό των ουκρανικών δυνάμεων με δυτικά όπλα μετά την εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων.
Όμως το υπουργείο του κηλιδώθηκε από σκάνδαλα διαφθοράς.
Ο αναπληρωτής του αναγκάστηκε να παραιτηθεί στα τέλη Ιανουαρίου μετά τις κατηγορίες σύμφωνα με τις οποίες το υπουργείο είχε υπογράψει συμβόλαια προμήθειας τροφίμων σε διπλάσιες ή τριπλάσιες τιμές από εκείνες της αγοράς.