THEPOWERGAME
Ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ (FDP) απέρριψε σήμερα την πρόταση για «νέο δανεισμό της ΕΕ» που διατύπωσε χθες ο επίτροπος της ΕΕ για Οικονομικές Υποθέσεις Πάολο Τζεντιλόνι, τονίζοντας ότι «υπάρχουν ήδη πολλά χρήματα στο τραπέζι», αλλά απαιτείται καλύτερη διαχείρισή τους.
«Δεν βλέπουμε ανάγκη νέων χρηματοδοτικών εργαλείων σε επίπεδο ΕΕ ή νέου κοινού χρέους. Είμαστε πεπεισμένοι ότι το διαθέσιμο χρήμα επαρκεί για τη στήριξη της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης. Το Next Generation EU είναι μέρος της απάντησης στην αντιπληθωριστική νομοθεσία των ΗΠΑ. Αυτά τα χρήματα θέλουμε να τοποθετηθούν στοχευμένα. Μπορεί κανείς να κάνει πολιτική για την οικονομία χωρίς χρήματα, απλώς αποφεύγοντας τη ρύθμιση και την γραφειοκρατία (…) Είμαστε κατά της υπερβολικής έκτασης των επιδοτήσεων», δήλωσε πριν από λίγο ο κ. Λίντνερ, μετά τη συνάντηση που είχε με τον κ. Τζεντιλόνι. Προειδοποίησε μάλιστα «να αποφύγουμε αυτές τις αντιπαραθέσεις, διότι δεν μπορεί να περιμένει κανείς καλή κατάληξη», ενώ υπενθύμισε και τους σχετικούς περιορισμούς που έχει επιβάλει στη γερμανική κυβέρνηση το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο με τις αποφάσεις του.
Ο Κρίστιαν Λίντνερ δήλωσε ακόμη ότι πρέπει να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ και, αναφερόμενος στην επικείμενη κοινή επίσκεψη των υπουργών Οικονομίας Γερμανίας και Γαλλίας στην Ουάσιγκτον, έκανε λόγο για «ευκαιρία να εξηγήσουν τις αρνητικές συνέπειες της αμερικανικής αντιπληθωριστικής νομοθεσίας για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις» και τόνισε: «Χρειαζόμαστε εμπορική διπλωματία και όχι κάποιου είδους εμπορικό πόλεμο ή έστω εμπορική διένεξη. Μοιραζόμαστε κοινές αξίες και προτιμούμε να είμαστε εμπορικοί εταίροι». Υπογράμμισε δε ότι η ΕΕ διαθέτει 800 δισεκατομμύρια ευρώ, αλλά χρειάζεται λιγότερη γραφειοκρατία, συντομότερους χρόνους για αδειοδοτήσεις, ενδεχομένως αναθεώρηση φορολογίας για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. «Δεν πρέπει να μπούμε σε ανταγωνισμό, ποιος μπορεί να πληρώσει περισσότερες επιδοτήσεις», είπε χαρακτηριστικά.
Η πρόταση Τζεντιλόνι
Χθες ο κ. Τζεντιλόνι, σε συνέντευξή του στην Frankfurter Allgemeine Sonntagszeitung, είχε δηλώσει ότι «ενόψει των υψηλών τιμών ενέργειας, της βοήθειας δισεκατομμυρίων που δίνουν οι ΗΠΑ για τη βιομηχανία και του ανταγωνισμού από την Κίνα, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αναλάβει νέο χρέος 350 δισεκατομμυρίων ευρώ – και μάλιστα γρήγορα», ζητώντας τη σχετική συγκατάθεση του Βερολίνου. «Αυτή η κρίση πλήττει κυρίως την Ευρώπη και τις αναπτυσσόμενες χώρες, όχι τόσο τις ΗΠΑ και την Κίνα (…) Πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ότι δεν μπορεί κάθε κράτος να αντεπεξέλθει μόνο του (…) και ως μήνυμα προς τις αγορές, πρέπει να αποφύγουμε να δώσουμε την εντύπωση ότι απλώς μετακινούμε μπρος-πίσω τα υπάρχοντα χρήματα», σημείωνε ο ευρωπαίος επίτροπος. Σήμερα ο κ. Τζεντιλόνι παραδέχθηκε ότι υπάρχουν σημεία διαφωνίας με το Βερολίνο, ενώ ανέδειξε την επιτυχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να περιορίσει τις συνέπειες της ενεργειακής κρίσης. «Οδεύουμε σε ένα έτος υποτονικής ανάπτυξης, αλλά όχι βαθιάς ύφεσης», δήλωσε και ζήτησε από κοινού αντιμετώπιση των προκλήσεων προκειμένου να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα.
Σε ό,τι αφορά τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ο γερμανός υπουργός Οικονομικών επισήμανε ότι στην πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «δεν διακρίνονται ακόμη κοινές θέσεις» με το Βερολίνο, καθώς «δεν αναγνωρίζονται ακόμη οι ανησυχίες» της γερμανικής κυβέρνησης. «Αμφιβάλλουμε ότι η πρόταση της ΕΕ θα οδηγήσει σε αξιόπιστο μονοπάτι για μείωση του χρέους», δήλωσε ο κ. Λίντνερ και υπογράμμισε ότι «μια νομισματική ένωση χρειάζεται κοινούς κανόνες». Ζήτησε δε να διατηρηθεί η πολυμερής προσέγγιση στη διαδικασία και να μην υπάρχουν διμερείς διαπραγματεύσεις με τα κράτη – μέλη. «Θέλουμε έναν αξιόπιστο δρόμο προς τη μείωση του χρέους, θέλουμε κανόνες κατανοητούς, οι οποίοι να μην εξαρτώνται από την πολιτική βούληση και πρέπει να φροντίσουμε από κοινού ώστε αυτοί οι κανόνες να είναι τόσο ρεαλιστικοί και ευέλικτοι ώστε οι χώρες να μπορούν να εκπληρώσουν τις ανάγκες επενδύσεών τους», πρόσθεσε ο υπουργός Οικονομικών.
Ο ευρωπαίος επίτροπος από την άλλη πλευρά τόνισε ότι τα κράτη – μέλη έχουν διαφορετικό επίπεδο χρέους, κάτι που, όπως είπε, πρέπει να ληφθεί υπ’όψιν κατά τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου.