THEPOWERGAME
Οι κυβερνήσεις 137 χωρών έχουν τη δυνατότητα να ενισχύσουν αισθητά τα έσοδα τους από την εφαρμογή των δυο πυλώνων της διεθνούς συμφωνίας που συνυπέγραψαν τον Οκτώβριο του 2021 για τη φορολόγηση των πολυεθνικών εταιρειών. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγουν οι νέοι υπολογισμοί του ΟΟΣΑ την ώρα που οι κυβερνήσεις καθυστερούν στην ενσωμάτωση της συμφωνίας στο νομικό τους σύστημα.
O πρώτος πυλώνας της συμφωνίας αφορά την ανακατανομή των φορολογικών εσόδων απ΄ όπου ο ΟΟΣΑ υπολογίζει πως δύναται να καλυφθούν κέρδη 200 δισ. δολαρίων από πολυεθνικές -έναντι των 125 δισ. δολαρίων που είχαν εκτιμηθεί σε αρχική φάση, όπως εξηγεί το Reuters. Με την ανακατανομή των φορολογικών εσόδων αναμένεται να επωφεληθούν οι χώρες όπου πολυεθνικές αντλούν τα έσοδα τους αντί των φορολογικών παραδείσων.
Απώτερος στόχος είναι, κυρίως, να φορολογηθούν επαρκώς οι ψηφιακοί κολοσσοί που διατηρούν εδώ και χρόνια θυγατρικές σε χώρες με υπερβολικά χαμηλούς συντελεστές, όπως η Ιρλανδία, για να μειώσουν στο ελάχιστο τις δαπάνες τους. Ο ΟΟΣΑ υπολογίζει πως από αυτήν την ανακατανομή είναι δυνατή η αύξηση των φορολογικών εσόδων από 13 έως 36 δισ. δολάρια.
Επιπροσθέτως, ο ΟΟΣΑ υπολογίζει πως από τον ελάχιστο εταιρικό φόρο του 15%, ο δεύτερος εκ των δυο πυλώνων, τα ετήσια έσοδα των κυβερνήσεων μπορούν να ενισχυθούν έως και 220 δισ. δολάρια έναντι των 150 δισ. δολαρίων που είχαν προβλεφθεί αρχικά. Το ποσό των 220 δισ. δολαρίων αναλογεί στο 9% των παγκόσμιων εσόδων από την εταιρική φορολόγηση.
Βραδεία η υιοθέτηση του ελάχιστου εταιρικού φόρου
Με τους κρατικούς προϋπολογισμούς να έχουν επωμισθεί έναν τεράστιο όγκο επιδοτήσεων εν μέσω της κρίσης από την πανδημία και της υφιστάμενης ενεργειακής κρίσης, η φορολογική μεταρρύθμιση γίνεται απαραίτητη για τη θωράκιση της δημοσιονομικής σταθερότητας. Αλλά είναι βραδεία η πρόοδος ως προς την υιοθέτηση της διεθνούς συμφωνίας για τη φορολόγηση των πολυεθνικών ομίλων από τα εθνικά νομικά συστήματα.
Μεγαλύτερο βάρος έχει δοθεί για την ενσωμάτωση του δεύτερου πυλώνα που επικεντρώνεται σε μια επιβολή ελάχιστου εταιρικού φόρου στο 15%. Μεγάλα εμπόδια αντιμετωπίζονται ακόμη και στις ΗΠΑ όπου η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν διαδραμάτισε κρίσιμο ρόλο στην επίτευξη διεθνούς συμφωνίας. Οι πιθανότητες περιορίζονται με τους Ρεπουμπλικάνους να έχουν αποκτήσει τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων μετά τις ενδιάμεσες εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου.
Μέχρι σήμερα, η ΕΕ έχει σημειώσει τη μεγαλύτερη πρόοδο. Η κυβέρνηση του Βίκτορ Όρμπαν άνοιξε τον δρόμο στα μέσα του περασμένου μηνός, αποσύροντας το βέτο που είχε ασκήσει αρχικά. Εκτιμάται πως τα 27 κράτη-μέλη θα μπορούν να επιβάλουν ελάχιστο εταιρικό φόρο στο 15% από τον Δεκέμβριο του 2024. Μέτρα για την εφαρμογή του φόρου έχουν ληφθεί επίσης στους προϋπολογισμούς της Βρετανίας και του Καναδά, ενώ η Σιγκαπούρη, η Νότια Αφρική, η Ελβετία και το Χονγκ Κονγκ πρόκειται να χαράξουν σχέδια προς αυτήν την κατεύθυνση, σύμφωνα με την Wall Street Journal.
«Οι κυβερνήσεις καλούνται να καλύψουν υπέρογκες δαπάνες» δήλωσε ο Ντέιβιντ Μπράνμπερι, υψηλός αξιωματούχος του ΟΟΣΑ, στην εταιρεία αναλύσεων fDi Intelligence, η οποία λειτουργεί κάτω από την ομπρέλα των Financial Times. Ο ίδιος υποστήριξε πως οι μεταρρυθμίσεις θα διασφαλίσουν «τη σταθερότητα και τη μεγαλύτερη σταθερότητα» του διεθνούς φορολογικού συστήματος.
Πολλαπλός ο ρόλος των φορολογικών παραδείσων
Μετά τις αποκαλύψεις των Paradise Papers ή των Lux Papers φάνηκε η έκταση του ρόλου που διαδραματίζουν οι φορολογικοί παράδεισοι στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, παρεμβάλλοντας εμπόδια στις κυβερνήσεις να αντλήσουν φορολογικά έσοδα.
Μια ακόμη διάσταση της αισθητής παρουσίας των φορολογικών παραδείσων έφερε στο φως της δημοσιότητας το Bloomberg. Έρευνα του Global Capital Allocation Project, το οποίο εδρεύει στα πανεπιστήμια Στάνφορντ και Κολούμπια, έδειξε πως επενδύσεις 1,4 τρισ δολαρίων από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ διοχετεύθηκαν στην Κίνα μέσα από υπεράκτιες εταιρείες στα τέλη του 2020.
Όπως αναφέρει το αμερικανικό πρακτορείο, πρόκειται για επενδύσεις σε μετοχές και ομόλογα εταιρειών όπως η Alibaba και η Tencent. Οι ερευνητές των πανεπιστημίων τόνισαν πως οι κινεζικές εταιρείες καταφεύγουν σε φορολογικούς παραδείσους όχι τόσο για να αποφύγουν φόρους αλλά για να παρακάμψουν τους περιορισμούς του Πεκίνου ως προς τη συμμετοχή ξένων σε ορισμένους κλάδους.