THEPOWERGAME
Η προοπτική της ύφεσης μπορεί να επικρέμαται σήμερα πάνω από την παγκόσμια οικονομία, αλλά οι δυσκολίες του πλούσιου κόσμου σε σχέση με την ανάπτυξη είναι ακόμα σοβαρότερες. Ο μακροχρόνιος ρυθμός ανάπτυξης έχει μειωθεί ανησυχητικά, συμβάλλοντας σε προβλήματα όπως η στασιμότητα του βιοτικού επιπέδου και η άνοδος των λαϊκιστών. Μεταξύ 1980 και 2000, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξανόταν με ετήσιο ρυθμό 2,25% κατά μέσο όρο. Από τότε ο ρυθμός ανάπτυξης έχει βυθιστεί στο 1,1% περίπου.
Αν και μεγάλο μέρος της επιβράδυνσης αντανακλά αμετάβλητες δυνάμεις, όπως η γήρανση, ένα μέρος της μπορεί να αντιστραφεί. Το πρόβλημα είναι ότι, όπως γράφουμε αυτήν την εβδομάδα, η αναζωογόνηση της ανάπτυξης έχει υποχωρήσει επικίνδυνα στις λίστες των πολιτικών. Οι προεκλογικές τους διακηρύξεις είναι λιγότερο επικεντρωμένες στην ανάπτυξη απ’ ό,τι στο παρελθόν, ενώ η όρεξή τους για μεταρρυθμίσεις έχει εξαφανιστεί.
Το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα ήταν η χρυσή εποχή της ανάπτυξης. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η γενιά των baby boomers δημιούργησε μια ομάδα εργαζομένων που ήταν καλύτερα εκπαιδευμένοι από κάθε προηγούμενη γενιά και οι οποίοι, καθώς αποκτούσαν εμπειρία, αύξησαν τη μέση παραγωγικότητα. Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 οι γυναίκες σε πολλές πλούσιες χώρες εισήλθαν μαζικά στο εργατικό δυναμικό.
Αργότερα, η μείωση των εμπορικών φραγμών και η ενσωμάτωση της Ασίας στην παγκόσμια οικονομία οδήγησαν σε αποτελεσματικότερη παραγωγή. Η ζωή έγινε καλύτερη. Το 1950 σχεδόν το ένα τρίτο των αμερικανικών νοικοκυριών δεν είχε τουαλέτα με καζανάκι, ενώ έως το 2000 τα περισσότερα μπορούσαν να υπερηφανεύονται ότι διέθεταν τουλάχιστον δύο αυτοκίνητα.
Από τότε, πολλές από αυτές τις τάσεις ενίσχυσης της ανάπτυξης έχουν σταματήσει ή αντιστραφεί. Οι δεξιότητες του εργατικού δυναμικού έπαψαν να βελτιώνονται εξίσου γρήγορα. Όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι συνταξιοδοτούνται, η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό έχει μειωθεί, ενώ ελάχιστα περισσότερα οφέλη προκύπτουν από την επέκταση της βασικής εκπαίδευσης.
Καθώς οι καταναλωτές γίνονταν πλουσιότεροι, ξόδευαν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους σε υπηρεσίες για τις οποίες είναι πιο δύσκολο να επιτευχθούν κέρδη παραγωγικότητας. Τομείς όπως οι μεταφορές, η εκπαίδευση και οι κατασκευές μοιάζουν περίπου όπως και πριν από δύο δεκαετίες. Άλλοι, όπως η πανεπιστημιακή εκπαίδευση, η στέγαση και η υγειονομική περίθαλψη, μαστίζονται από τη γραφειοκρατία και την ανακύκλωση του ήδη υπάρχοντος πλούτου.
Η γήρανση δεν έπληξε την ανάπτυξη μόνο άμεσα, αλλά έκανε και τους ψηφοφόρους να ενδιαφέρονται λιγότερο για το ΑΕΠ. Η ανάπτυξη ωφελεί περισσότερο τους εργαζόμενους που έχουν καριέρα μπροστά τους, όχι τους συνταξιούχους με σταθερό εισόδημα. Η ανάλυσή μας για τις πολιτικές διακηρύξεις δείχνει ότι από τη δεκαετία του 1980 το αντιαναπτυξιακό αίσθημα που περιέχουν έχει αυξηθεί κατά περίπου 60%.
Τα κράτη πρόνοιας έχουν επικεντρωθεί στην παροχή συντάξεων και υγειονομικής περίθαλψης στους ηλικιωμένους, αντί να επενδύουν σε υποδομές που ενισχύουν την ανάπτυξη ή στην ανάπτυξη των νέων παιδιών. Η υποστήριξη στις μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη έχει εξασθενήσει.
Επιπλέον, ακόμα και όταν οι πολιτικοί λένε ότι θέλουν ανάπτυξη, ενεργούν σαν να μην τη θέλουν. Το δίδυμο πρόβλημα των διαρθρωτικών αλλαγών και της πολιτικής αποσύνθεσης είναι ιδιαίτερα εμφανές στη Βρετανία, η οποία από το 2007 έχει επιτύχει κατά μέσο όρο ετήσια αύξηση μόλις 0,4% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Η αποτυχία της να χτίσει αρκετά σπίτια στα ευημερούντα νοτιοανατολικά της έχει εμποδίσει την παραγωγικότητα, ενώ η έξοδός της από την Ευρωπαϊκή Ένωση έβλαψε το εμπόριο και απομάκρυνε τις επενδύσεις. Τον Σεπτέμβριο η Liz Truss έγινε πρωθυπουργός, υποσχόμενη να ενισχύσει την ανάπτυξη με φορολογικές περικοπές που θα χρηματοδοτούνταν από το έλλειμμα, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να πυροδοτήσει μια χρηματοπιστωτική κρίση.
Η κ. Truss εντάσσεται σε ένα ευρύτερο μοτίβο αποτυχίας. Ο πρόεδρος Donald Trump υποσχέθηκε ετήσια ανάπτυξη 4%, αλλά εμπόδισε τη μακροπρόθεσμη ευημερία, υπονομεύοντας το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα. Μόνο πέρυσι, η αμερικανική κυβέρνηση εισήγαγε 12.000 νέους κανονισμούς. Οι σημερινοί ηγέτες είναι οι πιο κρατικιστές εδώ και πολλές δεκαετίες και φαίνεται να πιστεύουν ότι ο δρόμος προς την οικονομική επιτυχία είναι η βιομηχανική πολιτική, ο προστατευτισμός και οι διασώσεις.
Εν μέρει, αυτό οφείλεται στην εσφαλμένη πεποίθηση ότι ο φιλελεύθερος καπιταλισμός ή το ελεύθερο εμπόριο ευθύνονται για την επιβράδυνση της ανάπτυξης. Μερικές φορές αυτή η πεποίθηση επιδεινώνεται από την πλάνη ότι η ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι «πράσινη».
Στην πραγματικότητα, η δημογραφική μείωση σημαίνει ότι οι φιλελεύθερες αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις είναι πιο ζωτικής σημασίας από ποτέ. Αυτές δεν θα αποκαταστήσουν τους ξέφρενους ρυθμούς του τέλους του 20ού αιώνα.
Όμως, η υιοθέτηση του ελεύθερου εμπορίου, η χαλάρωση των κανόνων δόμησης, η μεταρρύθμιση των μεταναστευτικών καθεστώτων και η δημιουργία φορολογικών συστημάτων φιλικών προς τις επιχειρηματικές επενδύσεις μπορούν να προσθέσουν μισή περίπου ποσοστιαία μονάδα στην ετήσια ανά άτομο ανάπτυξη.
Κάτι τέτοιο δεν θα κάνει τους ψηφοφόρους να παραληρούν, αλλά η σημερινή ανάπτυξη είναι τόσο χαμηλή, που κάθε πρόοδος, έστω και μικρή, έχει σημασία -και με τον καιρό θα αθροιστεί σε πολύ μεγαλύτερη οικονομική δύναμη.
Προς το παρόν, η Δύση παρουσιάζεται ως καλύτερη σε σύγκριση με την αυταρχική Κίνα και τη Ρωσία, οι οποίες έχουν και οι δύο προκαλέσει βαθιές οικονομικές πληγές στον εαυτό τους. Ωστόσο, αν δεν αγκαλιάσουν την ανάπτυξη, οι πλούσιες δημοκρατίες θα δουν την οικονομική τους ζωτικότητα να χάνεται και θα αποδυναμώνονται στην παγκόσμια σκηνή.
Μόλις αρχίσεις να σκέφτεσαι την ανάπτυξη, έγραψε ο Robert Lucas, νομπελίστας οικονομολόγος, «είναι δύσκολο να σκεφτείς οτιδήποτε άλλο». Μακάρι οι κυβερνήσεις να έκαναν αυτό το πρώτο βήμα.
© 2022 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com.