THEPOWERGAME
Ατίθασοι ή ακόμη και απείθαρχοι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν οι τεχνολογικοί κολοσσοί, καθώς επενδύουν δεκάδες εκατομμύρια για να αποκρούσουν αντιμονοπωλιακά νομοσχέδια στις ΗΠΑ ή αντίστοιχες οδηγίες της ΕΕ.
Στις ΗΠΑ, ειδικότερα, ο κλάδος της τεχνολογίας έχει καταφέρει με επιτυχία να μπλοκάρει νομοσχέδια που μπορεί να θίξουν τα συμφέροντα του, δαπανώντας πάνω από 100 εκατ. δολάρια από τις αρχές του 2021 σε λόμπινγκ, σύμφωνα με πληροφορίες της Wall Street Journal.
Η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν καταβάλει σήμερα προσπάθειες για να περάσει δυο νομοσχέδια –το American Innovation and Choice Online Act και το Open App Markets Act. Εάν το Κογκρέσο δεν δώσει το πράσινο φως πριν τα τέλη του έτους, δηλαδή πριν αναλάβουν οι Ρεπουμπλικάνοι τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων με βάση τα αποτελέσματα των ενδιάμεσων εκλογών, τότε η αντιμονοπωλιακή εκστρατεία κατά των ψηφιακών κολοσσών θα παγώσει για μεγάλη χρονική περίοδο, αναφέρει το Bloomberg.
Μέχρι στιγμής, η Ένωση της Βιομηχανίας Υπολογιστών και Επικοινωνιών των ΗΠΑ (Computer and Communications Industry, CCIA) υποστηρίζει πως πολλά από τα μεγάλα νομοσχέδια σκόνταψαν διότι θα «δημιουργούσαν σημαντικούς κινδύνους στην εθνική ασφάλεια, την ιδιωτικότητα των χρηστών και τον έλεγχο περιεχομένου», όπως ανέφερε ο επικεφαλής, Ματ Σρούερς. Η CCIA -μέλη της οποίας είναι οι Αmazon, Apple, Meta και Google- έχει επενδύσει 58,8 εκατ. δολάρια σε διαφημιστικές εκστρατείες κατά νομοσχεδίων. Πέντε άλλοι φορείς του κλάδου έχουν επενδύσει 56 εκατ. δολάρια για την καταπολέμηση αντιμονοπωλιακών κανόνων.
Η ΕΕ προηγήθηκε στη μάχη για τη συμμόρφωση των ψηφιακών κολοσσών
Ανάλογο λόμπινγκ είχε πραγματοποιηθεί στην Ευρώπη πριν τη ψήφιση της Οδηγίας Ψηφιακών Αγορών (Digital Markets Act, DMA) και της Οδηγίας Ψηφιακών Υπηρεσιών (Digital Services Act, DSA). Και τα δυο ρυθμιστικά πλαίσια προτάθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2020, προσφέροντας για πρώτη φορά ένα κανονιστικό πλαίσιο για τη συμμόρφωση των ψηφιακών κολοσσών σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον και στην υποχρέωση να φιλτράρουν το περιεχόμενο που αναρτάται στις πλατφόρμες τους. Οι DMA και DSA είχαν εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μέχρι τον Οκτώβριο του 2022 και πρόκειται τεθούν σε εφαρμογή από το 2024, δίνοντας τα χρονικά περιθώρια στους ψηφιακούς κολοσσούς να προσαρμοστούν.
ΕΕ: Ασυναγώνιστοι προϋπολογισμοί για λόμπινγκ κατά των DMA και DSA
Πληροφορίες των New York Times είχαν αποκαλύψει ήδη το 2020 πως οι Google, Facebook, Amazon, Apple και Microsoft είχαν δαπανήσει 19 εκατ. ευρώ μέσα στο πρώτο εξάμηνο του ιδίου έτους, όσα δηλαδή είχαν διοχετεύει σε λόμπινγκ καθ’ όλη τη διάρκεια του του προηγούμενου έτους.
Με αυτά τα κονδύλια χρηματοδότησαν δεκάδες think-tanks, κέντρα ερευνών, ακαδημαϊκές έδρες σε κορυφαία πανεπιστήμια για την προώθηση μελετών που να ευνοούν τον κλάδο. «Οι προϋπολογισμοί αυτοί είναι ασυναγώνιστοι -δεν έχουμε ξαναδεί να δαπανούνται τόσα πολλά χρήματα απευθείας από εταιρείες», είχε δηλώσει τότε η Μαργερίτα Σίλβα, ερευνήτρια του Corporate Europe Observatory που παρακολουθεί το λόμπινγκ στις Βρυξέλλες.
H DMA αφορά σε ομίλους με ετήσιο τζίρο άνω των 6,5 δισ ευρώ και χρηματιστηριακή αξία άνω των 65 δισ ευρώ, ενώ η DSA ισχύει σε πλατφόρμες με πάνω από 45 εκατ. χρήστες. Και στις δυο περιπτώσεις, τόσο μεγάλες εταιρείες αντιμετωπίζονται ως «ψηφιακοί κηδεμόνες». Πρόστιμα έως και 20% των παγκόσμιων εσόδων τους προβλέπονται, παραδείγματος χάριν, στην DMA εάν αυτοί οι «ψηφιακοί κηδεμόνες» δεν μοιράζονται συγκεκριμένα δεδομένα με τις ρυθμιστικές αρχές ή τους ανταγωνιστές τους και ευνοούν δικές τους υπηρεσίες στις πλατφόρμες τους εις βάρος άλλων εταιρειών ή ακόμη εκμεταλλεύονται δεδομένα από τις πλατφόρμες τους για να υπερισχύσουν εις βάρος επαγγελματικών χρηστών που είναι ανταγωνιστές.
Η Apple ήδη προετοιμάζει το έδαφος για να έχουν οι χρήστες των iPhones πρόσβαση σε εφαρμογές πέραν του δικού της AppStore. «Είναι πολύ σημαντικό και απαραίτητο για την καινοτομία» σχολίασε την περασμένη εβδομάδα στους Financial Times ο Νίκολας Ριέουλ, πρόεδρος της διαφημιστικής ένωσης IAB αναφορικά με την DMA. Ο ίδιος θεωρεί πως από καιρό η Apple κάνει κατάχρηση της ισχύος που έχει στην αγορά.