THEPOWERGAME
Επιστολή προς τους επενδυτές έστειλε η Deutsche Bank, καταγράφοντας τις εκτιμήσεις της για τις προοπτικές του 2023 για αγορές και οικονομία. Όπως σημειώνει η γερμανική τράπεζα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, τουλάχιστον στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, φαίνονται να έχουν «δεχθεί» ότι η οικονομική ανάπτυξη το 2023 θα είναι αρκετά αδύναμη. Οποιεσδήποτε υφέσεις είναι πιθανό να είναι βραχύβιες, αλλά δεν θα είναι ανώδυνες, όπως προειδοποιεί. Ο συνδυασμός χαμηλότερης ανάπτυξης, παρατεταμένου πληθωρισμού και περιορισμών στις δημόσιες δαπάνες θα είναι δύσκολος τόσο για τους πολίτες όσο και για τις κυβερνήσεις.
Ωστόσο, η βραδύτερη οικονομική ανάπτυξη το 2023 δεν θα μεταφραστεί απαραίτητα σε ασθενέστερες χρηματοπιστωτικές αγορές. Στην πραγματικότητα, οι αγορές θα μπορούσαν να αποδειχθούν πιο ανθεκτικές το επόμενο έτος απ’ ό,τι ήταν το 2022, όπως εκτιμά η Deutsche Bank.
Η μεταβλητότητα στις αγορές το 2022 επιδεινώθηκε από τα εξωτερικά γεγονότα και τις μεταβαλλόμενες προσδοκίες γύρω από το πιθανό μέγεθος και την ταχύτητα της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής, εν όψει του υψηλού και επίμονου πληθωρισμού, με τις αποδόσεις των ομολόγων να σημειώνουν έντονες διακυμάνσεις, αποσταθεροποιώντας επίσης τις αγορές μετοχών.
Κατά την Deutsche Bank, oι κεντρικές τράπεζες και οι επενδυτές είναι πιθανό να βρουν το 2023 μάλλον ευκολότερο. Προβλέπει ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει (αλλά θα παραμείνει πολύ πάνω από τα επίπεδα των στόχων των κεντρικών τραπεζών), ενώ «ελπίζει» ότι θα μπορέσουν να αποφευχθούν νέα μεγάλα εμπόδια, από τη γεωπολιτική, το μέτωπο της πανδημίας ή άλλους παράγοντες. Ως αποτέλεσμα, αν και αναμένονται περισσότερες αυξήσεις των επιτοκίων, οι αυξήσεις στις αποδόσεις των πιο μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων θα πρέπει να είναι σχετικά μέτριες από εδώ και στο εξής. «Τα χειρότερα πρέπει να έχουν ήδη τελειώσει», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά.
Οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για την οικονομία και τις αγορές το 2023 είναι οι γνωστοί «εχθροί» του 2022: η γεωπολιτική, ο αγώνας για την παγκόσμια ηγετική θέση στην τεχνολογία, η πανδημία Covid-19, η αγορά ακινήτων της Κίνας και ένα ενδεχόμενο ξεπούλημα στην αγορά ομολόγων. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές διαφορές σε σχέση με φέτος.
Οι στρατιωτικές και πολιτικές εντάσεις, πιο ορατές στην Ανατολική Ευρώπη και την Κίνα, εντάθηκαν το 2022 και είναι πιθανό να θέτουν σημαντικές προκλήσεις για την παγκόσμια κοινότητα το 2023 επίσης. Ο τερματισμός της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία εξακολουθεί να μη διαφαίνεται. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι δεν υπάρχουν λύσεις για τις αρνητικές επιπτώσεις αυτής της σύγκρουσης σε τομείς όπως οι μεταναστευτικές κινήσεις, οι παγκόσμιες προμήθειες σε εμπορεύματα του κλάδου της ενέργειας και στα τρόφιμα. Στην Ανατολική Ασία παραμένουν μακροχρόνιες εντάσεις μεταξύ της Βόρειας και της Νότιας Κορέας, και σε σχέση με τη δεδηλωμένη αξίωση της Κίνας στην Ταϊβάν. Από καθαρά οικονομικής άποψης, το τελευταίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς η Ταϊβάν είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής chip ημιαγωγών στον κόσμο. Οι εκλογές στην Ισπανία, την Πολωνία, την Τουρκία και την Ινδία θα απαιτήσουν επίσης πρόσθετη προσοχή από τους επενδυτές το 2023, σύμφωνα με την Deutsche Bank.
Παράλληλα, στη «μάχη» μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας για την παγκόσμια πρωτοπορία στην τεχνολογία, οι γραμμές μπορεί να σκληρύνουν περαιτέρω. Τα σημεία σύγκρουσης εξακολουθούν να περιλαμβάνουν τους ισχυρισμούς των ΗΠΑ για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας από την Κίνα, σημαντικές ανησυχίες για το απόρρητο δεδομένων και από τις δύο πλευρές και περιορισμούς στην αμοιβαία πρόσβαση στην αγορά, που περιλαμβάνουν εκτεταμένες εμπορικές κυρώσεις. Η έκταση αυτού του «τεχνολογικού πολέμου» γίνεται επίσης ολοένα και πιο εμφανής: μια εμπορική σύγκρουση έχει πλέον μετατραπεί σε μια προσπάθεια να τεθούν τα μακροπρόθεσμα πρότυπα σε πολύ σημαντικούς τομείς, όπως το 5G, η τεχνητή νοημοσύνη και τα chips. Έτσι, και οι δύο πλευρές δεν θα θέλουν να υποχωρήσουν εύκολα.
Επιπλέον, όπως τονίζει η Deutsche Bank, είναι σημαντικό το 2023 να αξιοποιηθεί η επιτυχία που επιτεύχθηκε στον περιορισμό της Covid-19. Οι ενδείξεις βελτίωσης της παγκόσμιας κατάστασης συνεχίζονται, αλλά τα πιθανά νέα κρούσματα και οι σχετικοί περιορισμοί πρέπει να παρακολουθούνται στενά.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα μακροχρόνια προβλήματα της κινεζικής αγοράς ακινήτων έχουν επιδεινωθεί σε κάποιον βαθμό από την πανδημία Covid-19. Ο τομέας είναι υπεύθυνος για περίπου το 25% της οικονομικής παραγωγής της χώρας και ως εκ τούτου είναι εξαιρετικά σημαντικός. Η τόνωση της ζήτησης των αγοραστών με την περαιτέρω άρση των αυστηρών περιορισμών της χώρας για την Covid-19 θα βοηθήσει φυσικά -αλλά οι διεθνείς κεφαλαιαγορές μπορεί να παραμείνουν επιφυλακτικές.
Τέλος, όπως επισημαίνει η γερμανική τράπεζα, δεν αναμένει ένα νέο sell-off στα ομόλογα τύπου 2022. Ωστόσο, εάν ο υψηλός πληθωρισμός αποδειχθεί πιο επίμονος ή αυξηθεί ακόμη περισσότερο, αυτό θα μπορούσε να ανεβάσει ξανά τις αποδόσεις των ομολόγων.