THEPOWERGAME
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ετοιμάζονται για την τελευταία συνεδρίαση του 2022, με τα σενάρια για τις κινήσεις τους μέσα στο επόμενο έτος να απασχολούν ήδη τους οικονομικούς αναλυτές και τις αγορές. Αυτήν την εβδομάδα, πάντως, τα βασικά επιτόκια και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού αναμένεται να αυξηθούν κατά 50 μονάδες βάσης, με τις κεντρικές τράπεζες να κατεβάζουν ταχύτητα στη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής.
Η μελλοντική πορεία των επιτοκίων στις ΗΠΑ και την Ευρωζώνη θα εξαρτηθεί από τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη, που λειτουργούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Κεντρικό ερώτημα τόσο για την ευρωπαϊκή όσο και για την αμερικανική οικονομία είναι σε ποια φάση και κάτω από ποιες οικονομικές συνθήκες θα έχει δαμαστεί ο πληθωρισμός. Μια επιβράδυνση της ανάπτυξης ή ακόμη και ύφεση θα εντείνει τις πιέσεις στις κεντρικές τράπεζες να μετριάσουν ή ακόμη και να παγώσουν τις αυξήσεις στο κόστος δανεισμού.
Μια ύφεση στην Ευρωζώνη θεωρείται δεδομένη στα τέλη του έτους ή τις αρχές του επόμενου. Οπότε η ΕΚΤ ίσως να είναι συντηρητικότερη ως προς τη διαχείριση του κόστους δανεισμού μέσα στο 2023, ύστερα από δυο διαδοχικές αυξήσεις κατά 75 μονάδες βάσης τον Σεπτέμβριο και τον Νοέμβριο. «Είναι λογική μια αύξηση κατά 50 μονάδες βάσης στις 15 Δεκεμβρίου, με το βασικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης να διαμορφώνεται στο 2,5%», αναφέρει ο επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg Bank, Χόλγκερ Σμίτινγκ, σε άρθρο του στην ιστοσελίδα του Official Monetary and Financial Institutions Forum. Αλλά συνεχίζοντας σε αυτό το μονοπάτι μέσα στο 2023, «θα ήταν υπερβολικό», υπογραμμίζει. Ο Χ. Σμίτινγκ τονίζει πως η κατανάλωση στην Ευρωζώνη δεν έχει επανέλθει στα προ πανδημίας επίπεδα, σε πραγματικούς όρους, ενώ η υποχώρηση του πληθωρισμού στο 10% τον Νοέμβριο από το 10,6% τον Οκτώβριο υποδεικνύει πως ενδεχομένως να έχει παρέλθει το μεγαλύτερο σοκ από την ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη.
Διαπραγματεύσεις «περιστεριών» και «γερακιών» για επιτόκια και QE
Πληροφορίες του Bloomberg θέλουν τα «περιστέρια» της ΕΚΤ, δηλαδή τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου που είναι υπέρ μιας ήπιας νομισματικής πολιτικής, να επιδιώκουν έναν συμβιβασμό με το «αντίπαλο στρατόπεδο», των «γερακιών». Τα «περιστέρια», όπως ο Φίλιπ Λέιν, που είναι επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, εκτιμάται πως θα διεκδικήσουν μια ηπιότερη διαχείριση του κόστους δανεισμού στην Ευρωζώνη, ανοίγοντας ως αντάλλαγμα την εκκίνηση της αναδίπλωσης του «φακέλου» ομολόγων αξίας 5 τρισ. ευρώ, που συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής των προηγούμενων ετών.
Υπό αυτό το πρίσμα, αναμένεται μια αύξηση 50 μονάδων βάσης αυτήν την Πέμπτη και μία ακόμα τον Φεβρουάριο, με το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων να φθάνει το 2,5% από το -0,50% που ίσχυε έως τα τέλη του περασμένου Ιουλίου. Παράλληλα, εικάζεται πως οι επενδύσεις σε ομόλογα, με τα κεφάλαια όσων τίτλων έχουν ωριμάσει, θα αρχίσουν να περιορίζονται, ίσως και από το πρώτο τρίμηνο του 2023. Η μεγαλύτερη διαμάχη ανάμεσα στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ αναμένεται να λάβει χώρα για τη χρονική στιγμή και το μέγεθος της αναδίπλωσης του «φακέλου» των ομολόγων.
Fed: Άνοδος επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης
Μεγάλα είναι επίσης τα ερωτήματα για την πορεία της αμερικανικής οικονομίας. Η πτώση της μεταποιητικής δραστηριότητας τον Νοέμβριο κάτω από το 50, που είναι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ανάπτυξη και την ύφεση, γεννά αμφιβολίες για το σθένος της οικονομίας. Προσδοκίες για μια μικρότερη αύξηση του κόστους δανεισμού τροφοδοτούνται επίσης από την επιβράδυνση του πληθωρισμού επί τέσσερις συναπτούς μήνες, στο 7,7% τον Νοέμβριο.
Έχει ήδη προβλεφθεί μια αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης από το υφιστάμενο φάσμα του 3,75% με 4% στη διήμερη συνεδρίαση της Fed που ολοκληρώνεται αυτήν την Τετάρτη. Έχουν προηγηθεί τέσσερις διαδοχικές αυξήσεις κατά 75 μ.β. στο πλαίσιο της ταχύτερης σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ από τη δεκαετία του ’80, καθώς ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ κορυφώθηκε στο υψηλό 40ετίας. Σε κάθε περίπτωση, αναλυτές τονίζουν πως ο πληθωρισμός είναι ένα φαινόμενο που θα επιμείνει σε ευμετάβλητο περιβάλλον, όπου όλα τα οικονομικά στοιχεία παρουσιάζουν διακυμάνσεις.