THEPOWERGAME
Μέσα στην εβδομάδα που ξεκινά, το Υπουργείο Οικονομικών περιμένει από τις τράπεζες να παρουσιάσουν τις προτάσεις τους για την στήριξη των δανειοληπτών -και κυρίως των καλοπληρωτών- λόγω της σημαντικής αύξησης που έχουν υποστεί τα επιτόκια των χορηγήσεων. Σε τηλεοπτική του παρέμβαση ο Χρήστος Σταϊκούρας είχε πει την προηγούμενη εβδομάδα ότι η απάντηση που περιμένει από τους τραπεζίτες είναι απλή: «Να τα (σ.σ. επιτόκια) μειώσουν» .
Εδώ όμως υπάρχει ένα πρόβλημα, καθώς οι τράπεζες περιμένουν στις 15 Δεκεμβρίου τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να αποφασίσει άλλη μία αύξηση επιτοκίων. Σύμφωνα με τις προβλέψεις παρατηρητών και αναλυτών της αγοράς, αυτή τη φορά η Κριστίν Λαγκάρντ αναμένεται να αναζητήσει τη συναίνεση για αύξηση μισής μονάδας, αντί των 75 μονάδων βάσης που είχαν επιλεγεί μέχρι τώρα, ενώ το ίδιο αναμένεται να συμβεί και στη συνεδρίαση του Φεβρουαρίου. Αυτό σημαίνει ότι το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης, που ήδη βρίσκεται στο 2% θα φτάσει στο 2,5% εντός του τρέχοντος μήνα και στο 3% την επόμενη χρονιά. Κάπως έτσι λοιπόν ίσως θα μπορούσαν οι τράπεζες να προβάλλουν στον Χρήστο Σταϊκούρα το επιχεήρμα ότι ακόμη κι αν αφήσουν σταθερά τα επιτόκια των χορηγήσεων για τις επόμενες δύο αυξήσεις της ΕΚΤ, θα είναι σχεδόν σαν να τα έχουν… μειώσει.
Όσο για τις καταθέσεις, η απόστασή των αποδόσεών τους αυτή τη στιγμή είναι ήδη χαώδης και άρα η αύξηση των επιτοκίων τους είναι επιβεβλημένη, «διαφορετικά θα αρχίσουν να φεύγουν καταθέσεις» λένε υψηλά ιστάμενοι στην Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ).
Μάλιστα, δεν έχουν περάσει πολλές ημέρες από τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας στη γερμανική Handelsblatt, αποκαλύπτοντας ουσιαστικά ότι ο ίδιος δεν βλέπει με πολύ καλό μάτι την περεταίρω αύξηση επιτοκίων. «Θα πρέπει να είναι βαθμιαίες και να συνεκτιμούν τις εκάστοτε προοπτικές του πληθωρισμού, καθώς και τους κινδύνους ύφεσης και τις συνέπειες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα» είπε πει. Στην ουσία ο Γιάννης Στουρνάρας χτύπησε το καμπανάκι, λέγοντας εμμέσως ότι από αυτό το σημείο που βρισκόμαστε και πέρα, οι αυξήσεις επιτοκίων δεν θα συγκρατήσουν απαραίτητα τον πληθωρισμό, ενώ θα αρχίσουν να τροφοδοτούν έντονα την επερχόμενη ύφεση αλλά και την εμφάνιση κόκκινων δανείων.
Δύο ακόμη τοποθετήσεις του Διοικητή μπορούν να ενισχύσουν την πεποίθηση ότι θα είναι από εκείνους που δεν βλέπουν με καλό μάτι νέες αυξήσεις επιτοκίων. Πρόκειται για την τοποθέτησή του ότι οι αυξήσεις επιτοκίων δεν είναι και το απόλυτο όπλο όταν ο πληθωρισμός προέρχεται από την πλευρά της μικρής προσφοράς και την πρόβλεψή του ότι ο πληθωρισμός θα αρχίσει την καθοδική του πορεία.
Όπως τόνισε στη συνέντευξή του, ήδη διαφαίνονται διάφοροι παράγοντες που θα συμβάλουν στην υποχώρηση των πληθωριστικών πιέσεων, παρά τη συνεχιζόμενη γεωπολιτική αβεβαιότητα. Και εξήγησε: «Οι στρεβλώσεις στην πλευρά της προσφοράς αμβλύνονται σταδιακά. Ταυτόχρονα, η άνοδος των τιμών της ενέργειας και των βασικών εμπορευμάτων εξασθενεί». Και τα δύο τα είδαμε στις ανακοινώσεις της Eurostat την προηγούμενη εβδομάδα, αλλά και στις ανακοινώσεις της Ελ.Στατ.. Στη συντριπτική πλειοψηφία των χωρών της ευρωζώνης, ο πληθωρισμός έπεσε ως αποτέλεσμα της σημαντικής συγκράτησης της ενέργειας στο 34,9% από το 41,5% τον Οκτώβριο. Αλλά και στην Ελλάδα, η συγκράτηση ήταν εντυπωσιακή. Μόνο στο φυσικό αέριο η άνοδος συρρικνώθηκε στο 27,8%, όταν τον Αύγουστο η ετήσια αύξηση ήταν 261,3%. Αναλόγως και ο ηλεκτρισμός τον προηγούμενο μήνα ήταν αρνητικός με -5,3% όταν τον Αύγουστο είχε ανέβει κατά 38,5%.
Στην ουσία, την ελληνική οικονομία δεν την συμφέρουν περεταίρω αυξήσεις των επιτοκίων, καθώς ο πληθωρισμός έχει ήδη αρχίσει την πτωτική του πορεία. Αν δεχθούμε ότι το λεγόμενο «ουδέτερο επιτόκιο» (εκείνο δηλαδή που συγκρατεί τον πληθωρισμό χωρίς να ενισχύει την ύφεση) βρίσκεται στο 2%, οι νέες αυξήσεις που σχεδιάζονται ενδέχεται να μειώσουν την απόδοση της οικονομίας της χώρας. Και ναι μεν δεν φαίνεται σε καμία περίπτωση η Ελλάδα να περνά σε ύφεση το 2023 ή κάποιο από τα επόμενα έτη, δεν αποκλείεται όμως να υπάρξει συγκράτηση της ανάπτυξης από τις υφιστάμενες προβλέψεις, κάτι που ίσως επηρεάσει χρονικά την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.