THEPOWERGAME
Μολονότι οι τιμές των τροφίμων έχουν υποχωρήσει από τα υψηλά επίπεδα που σημειώθηκαν αμέσως μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον περασμένο Φεβρουάριο και πριν από τη σύναψη της συμφωνίας για τις εξαγωγές σιτηρών από τη Μαύρη Θάλασσα στα τέλη Ιουλίου, αναμένεται να παραμείνουν σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με τα τέλη του 2019. Παράλληλα, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής γίνονται ήδη αισθητές στην παγκόσμια αγροτική παραγωγή, με τις θερμοκρασίες να διατηρούνται σε ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα ή με απότομες αλλαγές στις καιρικές συνθήκες.
Αναλυτές αναμένουν περαιτέρω αποκλιμάκωση των τιμών τροφίμων έως έναν βαθμό μέσα στο επόμενο έτος, που, όμως, θα καθυστερήσει να περάσει στους καταναλωτές. Βασική παράμετρος εις βάρος των καταναλωτών είναι το αυξημένο κόστος της αγροτικής παραγωγής, λόγω της ακρίβειας στην ενέργεια και τα λιπάσματα. Οπότε, η προσφορά θα παραμείνει ανελαστική, μη μπορώντας να υπάρξει αύξηση της παραγωγής, παρά την άνοδο των τιμών, όπως παρατηρούν οι αναλυτές του ολλανδικού τραπεζικού ομίλου Rabobank.
Κατ’ αρχάς, ο δείκτης δημητριακών του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO Food Index) υποχώρησε κατά 1,3% τον Νοέμβριο από τον Οκτώβριο, αλλά παραμένει υψηλότερος κατά 6,3% από πέρυσι. Το κόστος του κρέατος ναι μεν εμφάνισε μηνιαία πτώση 0,9% τον Νοέμβριο, αλλά επίσης είναι υψηλότερο κατά 4,2% από πέρυσι. Αν και ο σύνθετος δείκτης τροφίμων του FAO παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητος τον Νοέμβριο σε σχέση με έναν μήνα πριν, παραμένει στις 135,7 μονάδες υψηλότερα από τις 95,1 μονάδες στα τέλη του 2019.
Όπως αναφέρεται σε έκθεση του AMIS Market Monitor, η οποία δημοσιοποιήθηκε αρχές Νοεμβρίου, οι τιμές των λιπασμάτων μπορεί να μειώθηκαν τον Οκτώβριο λόγω της χαμηλότερης ζήτησης, αλλά εξακολουθούν να είναι ακριβότερες συγκριτικά με ιστορικά επίπεδα. Συγκεκριμένα, υπογραμμίζεται πως «αρκετοί αγρότες έχουν παγώσει τις παραγγελίες λιπασμάτων, διότι διαβλέπουν μεγαλύτερη πτώση μέσα στους επόμενους μήνες».
Κατά κοινή ομολογία, πρωταγωνιστικό ρόλο στην παγκόσμια αγροτική παραγωγή διαδραματίζει η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς εμποδίζει την πλήρη αποκατάσταση των αγροτικών εκτάσεων που έχουν πληγεί από τους αδιάκοπους βομβαρδισμούς των Ρώσων. Όπως επισημαίνουν αναλυτές στους Financial Times, η περσινή αγροτική παραγωγή της Ουκρανίας καθυστέρησε να διοχετευθεί στην παγκόσμια οικονομία λόγω του πολέμου, η φετινή υπέστη ζημιές και η επόμενη παραμένει αβέβαιη.
Ακόμη και πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου, είχαν παρατηρηθεί ανατιμήσεις στο κόστος των τροφίμων, λόγω των καθυστερήσεων στις εφοδιαστικές αλυσίδες επί πανδημίας και της ξηρασίας σε χώρες με μεγάλη αγροτική παραγωγή, όπως η Αργεντινή, η Βραζιλία και η Παραγουάη.
Το πολεμικό μέτωπο που άνοιξε η Ρωσία στην Ουκρανία ουσιαστικά κλιμάκωσε δραματικά τις ανατιμήσεις αυτές. Μεταξύ άλλων, οι δύο χώρες αντιπροσωπεύουν το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής σιταριού. Η Ρωσία ανήκει στην πεντάδα των χωρών με τη μεγαλύτερη παραγωγή λιπασμάτων, μαζί με τον Καναδά, την ΕΕ, την Κίνα και τη Λευκορωσία. Αν η Δύση δεν έχει επιβάλει κυρώσεις στον αγροτικό κλάδο της Ρωσίας για να μην κλονιστεί η επισιτιστική ασφάλεια του κόσμου, είναι αναπόφευκτο να μην υπάρξουν επιπτώσεις, διότι έχει διαταραχθεί η ομαλή πορεία του παγκόσμιου εμπορίου.
Όπως παρατηρούν οι Financial Times, το κόστος των τροφίμων στους G7, δηλαδή στα επτά ισχυρότερα κράτη του ανεπτυγμένου κόσμου, έχει αναρριχηθεί 12,7%, κατά μέσο όρο, εδώ και έναν χρόνο. Μεγαλύτερες αυξήσεις έχουν παρατηρηθεί στις χώρες μεσαίου εισοδήματος και σε αυτές του αναπτυσσόμενου κόσμου, προκαλώντας μεγάλη επισιτιστική ανασφάλεια παγκοσμίως.