THEPOWERGAME
«Η οικονομία της Γερμανίας θα νιώσει τον αντίκτυπο της ενεργειακής κρίσης περισσότερο από κάθε άλλη χώρα της Ευρώπης και οι ενεργοβόρες βιομηχανίες της θα εξετάσουν την προοπτική μεταφοράς της παραγωγής τους στις ΗΠΑ και στον Καναδά, όπου η ενέργεια είναι φθηνότερη». Η φράση αυτή ανήκει στον Γερούν φαν ντερ Βιρ, πρόεδρο της Philips και πρώην διευθύνων σύμβουλο της Royal Dutch Shell. Μία φράση από ένας πολύπειρο επιχειρηματικό παράγοντα που συνοψίζει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η γερμανική οικονομία.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει και ο Αντρέας Νέλκε, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Γκαίτε της Φρανκφούρτης: «Παγκοσμίως, δεν υπάρχει άλλη οικονομία που να είναι πιο εκτεθειμένη από τη Γερμανία, στις αλλαγές της παγκοσμιοποίησης».
Η ενεργειακή κρίση που βιώνει η Ευρώπη αναμένεται να ωθήσει σε ύφεση τη Γερμανία κατά τη διάρκεια του 2023, όμως ο μεγαλύτερος κίνδυνος που καλείται να ξεπεράσει η ατμομηχανή της Γηραιάς Ηπείρου δεν είναι η συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας αλλά η αποβιομηχάνιση. Ήδη, γερμανικές εταιρείες που θεωρούνται από τις ισχυρότερες του πλανήτη στον τομέα τους, κάνουν περικοπές στα πάντα. Περίπου μία στις τέσσερις σκοπεύουν να μειώσουν τις θέσεις εργασίας ενώ εκατοντάδες επιχειρήσεις εξετάζουν το ενδεχόμενο ή σχεδιάζουν να μεταναστεύσουν το ταχύτερο δυνατό σε χώρες με χαμηλότερο ενεργειακό κόστος, δίνοντας μία απεγνωσμένη μάχη για την επιβίωσή τους.
Το γερμανικό μοντέλο που καθιέρωσε διεθνώς το «made in Germany» σε πολλούς τομείς, πρέπει να αλλάξει και μάλιστα άμεσα. Δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο. Οι γερμανικές βιομηχανίες είχαν μάθει εδώ και πολλά χρόνια να λειτουργούν με καύσιμο, εντός και εκτός εισαγωγικών, το φθηνό φυσικό αέριο που προμηθεύονταν από τη Ρωσία. Η εξάρτηση μεγάλη και σήμερα οι στρόφιγγες είναι κλειστές, ενώ κανείς δεν μπορεί να προβλέψει αν και πότε θα ανοίξουν ξανά.
Η Γερμανία διαθέτει τον πιο «βαρύ» βιομηχανικό κλάδο στην Ευρώπη. Η μεταποίηση ευθύνεται για το 20% της οικονομίας σε όρους Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας, όταν στην Ιταλία το αντίστοιχο ποσοστό δεν ξεπερνά το 16%, στην Ισπανία το 13% και στη Γαλλία το 10%. Διαθέτει επίσης τον μεγαλύτερο κλάδο χημικών στην Ευρώπη, με 450.000 εργαζόμενους, του οποίου δεσπόζει ο παγκόσμιος κολοσσός BASF.
Στα τέλη Οκτωβρίου, η ηλικίας 157 ετών BASF και πυλώνας της γερμανικής οικονομίας, ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει στη μόνιμη μείωση των λειτουργιών της στην Ευρώπη, στην προσπάθειά της να αποφύγει το δυσβάσταχτο ενεργειακό κόστος. Και δεν είναι η μόνη! Ένα ακόμη παράδειγμα είναι ο κλάδος της υαλουργίας, στον οποίο επίσης κυριαρχούν οι περίπου 400 επιχειρήσεις της Γερμανίας που απασχολούν πάνω από 54.000 εργαζόμενους και εμφανίζουν πωλήσεις άνω των 10 δισ. ευρώ ετησίως.
Πριν ακόμη μπει για τα καλά ο χειμώνας, στοιχεία του συνδέσμου Γερμανών βιομηχάνων δείχνουν ότι σχεδόν μία στις τρεις επιχειρήσεις απειλούνται με λουκέτο εξαιτίας της εκτίναξης του ενεργειακού κόστους. Όλοι περιμένουν την κρατική βοήθεια και το πακέτο των 200 δισ. ευρώ που έχει ανακοινώσει ο Όλαφ Σολτς αποτελεί μία σανίδα σωτηρίας. Το πρόβλημα όμως θα υπάρχει και του χρόνου. Οι γερμανικές βιομηχανίες πρέπει να βρουν λύσεις και η ενεργειακή μετάβαση δεν μπορεί να υλοποιηθεί από τη μία στιγμή στην άλλη.
Το μέγεθος του προβλήματος ίσως είναι αξεπέραστο. Σύμφωνα με τις σχετικές μελέτες, για να πετύχει η Γερμανία τον στόχο παραγωγής του 80% της ηλεκτρικής ενέργειας που χρειάζεται από Ανανεώσιμες Πηγές, πρέπει να εγκαθιστά 6 ανεμογεννήτριες την ημέρα έως το 2030, όταν ο σημερινός ρυθμός είναι μικρότερης της μίας ανεμογεννήτριας την ημέρα. Δικαιολογημένα, οι εκπρόσωποι των γερμανικών βιομηχανιών προειδοποιούν ότι η Γερμανία κινδυνεύει πολύ σύντομα να εξελιχθεί από βιομηχανική χώρα, σε βιομηχανικό μουσείο.