THEPOWERGAME
Η κατάσταση των οικονομιών της ΕΕ θα επιδεινωθεί μέσα στον χειμώνα αλλά η ανάκαμψη θα πάρει τη σκυτάλη από τα τέλη της επόμενης άνοιξης χάρις στη βελτίωση των καταναλωτικών προσδοκιών. Με γνώμονα αυτήν την πεποίθηση, οι επενδυτές καλλιεργούν θετικές προσδοκίες σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, οδηγώντας τον πανευρωπαϊκό δείκτη Euro Stoxx 50, σε άνοδο άνω του 6% στο διάστημα του τελευταίου μηνός.
Αν και η επιχειρηματικότητα και η κατανάλωση στην ΕΕ έχουν δεχτεί μεγάλο πλήγμα από την εκτόξευση του κόστους ενέργειας και τροφίμων, η υποχώρηση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη τον Νοέμβριο -στο 10% από το 10,6% του Οκτωβρίου- γεννά ελπίδες για μια αποκλιμάκωση των ανοδικών τάσεων στις τιμές. Παρομοίως, ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ διαμορφώθηκε τον Οκτώβριο στο 7,7%, υποχωρώντας σταδιακά εδώ και ένα τετράμηνο από το 9,1% του Ιουνίου.
Συγκοινωνούντα δοχεία: Επιτόκια και κόστος ενέργειας
Βέβαια, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Κριστίν Λαγκάρντ, δήλωσε πρόσφατα ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πως ελλοχεύει κίνδυνος για μια περαιτέρω ενίσχυση του πληθωρισμού. Εντούτοις, ο κεντρικός τραπεζίτης της Κύπρου, Κωνσταντίνος Ηροδότου, άφησε μια νότα αισιοδοξίας αυτή την εβδομάδα καθώς εξέφρασε στο Bloomberg την πεποίθηση πως «βρισκόμαστε πολύ κοντά στο ουδέτερο επιτόκιο», δηλαδή εκεί που η νομισματική πολιτική δεν γίνεται ούτε επεκτατική, ούτε περιοριστική. Ο ίδιος τόνισε, βέβαια, πως θα υπάρξουν πρόσθετες αυξήσεις στα επιτόκια.
Όμως αναλυτές της αγοράς προδικάζουν πως θα είναι μικρότερες οι αυξήσεις, με την ΕΚΤ να αποφασίζει στη συνεδρίαση της 15ης Δεκεμβρίου μια προς τα πάνω αναπροσαρμογή κατά 50 μονάδες βάσης αντί των 75 μ.β. που αποφασίστηκαν στα μέσα Σεπτεμβρίου και ξανά στις αρχές Νοεμβρίου. Νέες προβλέψεις θέλουν το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ να φθάνει από το υφιστάμενο 2% στο 2,8% έναντι του 3% και πλέον που αναμένονταν προ ενός μηνός.
Nomura: Ισχυρές ροές σε διαπραγματεύσιμα αμοιβαία της Ευρωζώνης
Κόντρα στην απαισιοδοξία των προηγούμενων μηνών, οι επενδυτές έχουν αναθαρρήσει τελευταία όχι μόνον χάρις στις ενδείξεις για μια αποδυνάμωση του πληθωρισμού αλλά επειδή η Ε.Ε αρχίζει να εξασφαλίζει εναλλακτικές πηγές ενέργειας από τα ορυκτά καύσιμα της Ρωσίας. Ύστερα από μια περίοδο αβεβαιότητας, τα αποθέματα φυσικού αερίου στην Ευρωζώνη έχουν φθάσει το 95% της συνολικής χωρητικότητας. Aν και αυτήν την Τετάρτη, η τιμή του φυσικού αερίου στην ολλανδική αγορά TTF κινήθηκε λίγο υψηλότερα στα 140 ευρώ τη μεγαβατώρα από τα 97,8 ευρώ στις 11 Νοεμβρίου, έχει υποχωρήσει αισθητά από τα 320 ευρώ και πλέον που ίσχυαν τέλη Αυγούστου.
«Επικρατεί κλίμα ανάκαμψης στις αγορές. Θα υπάρξει ύφεση αλλά τα σημάδια δείχνουν πως δεν θα είναι τόσο βαθιά όσο αναμένονταν αρχικά, με τον πληθωρισμό να επιβραδύνεται ταχύτερα», σχολίασε ο Τζόρνταν Ρότσεστερ, αναλυτής των αγορών νομισμάτων της Nomura, στην Wall Street Journal. Σύμφωνα με την ιαπωνική εταιρεία επενδύσεων, οι ροές σε διαπραγματεύσιμα αμοιβαία με μετοχές της Ευρωζώνης ήταν τον Νοέμβριο ισχυρότερες σε σχέση με κάθε άλλο μήνα από τις αρχές του 2021. Εκτός μηνιαίων κερδών της τάξεως του 6% του δείκτη Euro Stoxx 50 έναντι απωλειών άνω του 9% από τις αρχές του έτους, ο πανευρωπαϊκός δείκτης Stoxx Europe 600 έχει επίσης αναρριχηθεί πάνω από 3,5% εδώ και έναν μήνα, αναπληρώνοντας εν μέρει τη φετινή πτώση της τάξεως του 10%.
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και η ΕΚΤ κερδίζουν τον πόλεμο ενάντια στον πληθωρισμό και σε κάποιο σημείο θα κάνουν μια παύση από τις διαδοχικές αυξήσεις των επιτοκίων, εκτιμούν αναλυτές. Και αυτό θα οδηγήσει υψηλότερα τις αγορές. Όπως παρατηρεί ο Χόλγκερ Σμίτινγκ, επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg Bank, «όσο περνά ο χρόνος, οι εταιρείες και τα νοικοκυριά θα συνεχίσουν να προσαρμόζονται στις υψηλές τιμές, μειώνοντας τη χρήση ενέργειας και καταφεύγοντας σε εναλλακτικά καύσιμα». «Έτσι θα τονωθούν οι καταναλωτικές και επιχειρηματικές προσδοκίες πως θα υπάρξει ανάκαμψη μόλις μετριαστεί η ζήτηση ενέργειας μετά τον χειμώνα. Καθώς ο πληθωρισμός θα έχει εξασθενίσει τον επόμενη άνοιξη, τότε μια ανάκαμψη, καθοδηγούμενη από την κατανάλωση, θα λάβει χώρα στην Ευρωζώνη από τα τέλη της εποχής αυτής» καταλήγει ο Χ. Σμίτινγκ.