THEPOWERGAME
Οικονομικοί αναλυτές διαβλέπουν πως οι κεντρικές τράπεζες στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ θα κινηθούν από εδώ και στο εξής σε ηπιότερη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, αποφεύγοντας μεγάλες αυξήσεις στο κόστος δανεισμού. Δυο είναι οι λόγοι. Αφενός, ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ φαίνεται να αυξάνεται σε συντηρητικότερο ρυθμό. Αφετέρου, εντείνεται η απειλή ύφεσης και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, με την καταναλωτική εμπιστοσύνη να έχει υποχωρήσει αισθητά όσο τα νοικοκυριά παλεύουν να καλύψουν το διογκωμένο κόστος διαβίωσης.
Όπως διεμήνυσε στις αρχές της εβδομάδας και η αντιπρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) Λαέλ Μπέιναρντ, «πιθανότατα πρέπει σύντομα να κινηθούμε με βραδύτερο ρυθμό στις αυξήσεις των επιτοκίων», απευθυνόμενη στο πρακτορείο Bloomberg. Αυτόματα οι αγορές προβλέπουν πως στην επόμενη συνεδρίαση της Fed, στις 13 με 14 Δεκεμβρίου, μια προς τα πάνω αναπροσαρμογή των επιτοκίων θα περιοριστεί στις 50 μονάδες βάσης, έπειτα από μια αύξηση της τάξεως των 75 μ.β. σε καθεμία από τις τέσσερις συνεδριάσεις που έχουν προηγηθεί από τον Ιούνιο.
Μια μετριοπαθέστερη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής στις ΗΠΑ ενθαρρύνεται από τη χαμηλότερη άνοδο των τιμών παραγωγού στην ισχυρότερη οικονομία του κόσμου. Ο σχετικός δείκτης ενισχύθηκε κατά μόνον 8% τον Οκτώβριο από πέρυσι, αντί του 8,4% που είχε καταγραφεί για τον Σεπτέμβριο και του 11,7% για τον Μάρτιο, δηλαδή λίγο μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Με μειωμένη ταχύτητα αναρριχήθηκε επίσης ο ετήσιος δείκτης τιμών καταναλωτή τον περασμένο μήνα, φθάνοντας το 7,7%, από το 8,2% τον Σεπτέμβριο και το 9,1% τον Ιούνιο.
Ιδανικά, οι κεντρικοί τραπεζίτες στις ΗΠΑ, τη Μ. Βρετανία και την Ευρωζώνη θα ήθελαν να δαμάσουν τον πληθωρισμό -ο οποίος εκτροχιάστηκε μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τη συνακόλουθη επιδείνωση της ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη- χωρίς να οδηγηθούν οι οικονομίες σε ύφεση. Όμως, έχουν αναγνωρίσει πως υπάρχει κίνδυνος υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας όσο αυτοί θα αυξάνουν τα επιτόκια. Αν και οι κίνδυνοι ύφεσης είναι ιδιαίτερα αυξημένοι για την Ευρωζώνη, η πρόσφατη υποχώρηση των τιμών του φυσικού αερίου τροφοδοτεί προσδοκίες για χαμηλότερη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας.
Η Berenberg Bank, παραδείγματος χάριν, προβλέπει πως η ύφεση στην Ευρωζώνη ενδεχομένως να κινηθεί αθροιστικά στο 1,6% κατά τη διάρκεια του δ’ τριμήνου του 2022 και του α’ τριμήνου του 2023, διότι οι τιμές του φυσικού αερίου στην ολλανδική αγορά TTF έχουν υποχωρήσει από επίπεδα άνω των 340 ευρώ/μεγαβατώρα κατά τα τέλη Αυγούστου, στα 120 ευρώ σήμερα. Κατά κοινή ομολογία, όμως, η Ευρωζώνη πορεύεται σε ύφεση.
Αν και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) κινήθηκε σε αύξηση των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης σε καθεμία από τις δύο προηγούμενες συνεδριάσεις, η Capital Economics εκτιμά πως οι επόμενες κινήσεις της δεν θα υπερβούν μια προς τα πάνω αναπροσαρμογή στις 50 μ.β. Η πρόβλεψη αυτή δεν ισχύει μόνον για την ΕΚΤ, αλλά για την πλειονότητα πάνω από 20 κεντρικών τραπεζών, συμπεριλαμβανομένων της Fed και της Τράπεζας της Αγγλίας, που έχουν προχωρήσει αθροιστικά στη μεγαλύτερη αύξηση των επιτοκίων, τουλάχιστον της τελευταίας 24ετίας. Σήμερα τα επιτόκια στις ΗΠΑ κινούνται στο φάσμα του 3,75% με 4%, στη Βρετανία έχουν φτάσει το 3% και το επιτόκιο αναχρηματοδότησης στην Ευρωζώνη φτάνει το 2%.
«Αναμένουμε πως οι κεντρικές τράπεζες θα επιβραδύνουν τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, εξαιτίας ενός συνδυασμού παραγόντων, από την εξασθένηση των οικονομιών, την αποδυνάμωση των ανοδικών πιέσεων στις τιμές και το ότι τα επιτόκια βρίσκονται ή έχουν υπερβεί τα ουδέτερα επίπεδα, εκεί δηλαδή όπου η οικονομική δραστηριότητα ούτε περιορίζεται ούτε τονώνεται», σχολίασε στους Financial Times η Τζένιφερ Μακίον, επικεφαλής οικονομολόγος της Capital Economics.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, με τον πληθωρισμό να κινείται στο υψηλό των τελευταίων δεκαετιών και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, σε ένα περιβάλλον μεγάλης γεωπολιτικής αβεβαιότητας, οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να επιμείνουν στη σταθεροποίηση των τιμών, ώστε να μην εγκαθιδρυθεί ένα πληθωριστικό περιβάλλον στις οικονομίες.