THEPOWERGAME
Με τον πόλεμο που κήρυξε το Κρεμλίνο στην Ουκρανία η σύνταξη κοινού ανακοινωθέντος των G20 στη διήμερη σύνοδο κορυφής που εγκαινιάζεται σήμερα στο Μπαλί της Ινδονησίας, είναι τώρα πιο αναγκαία από ποτέ. Μάλιστα, οι επικεφαλής διαπραγματευτές των κρατών-μελών της G20, συμπεριλαμβανομένου αυτού της Ρωσίας, συμφώνησαν στο προσχέδιο της τελικής ανακοίνωσης της Συνόδου Κορυφής στην Ινδονησία, όπως επιβεβαίωσε σήμερα ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Γερμανικού Πρακτορείου, παρά την αντίσταση που πρόβαλε αρχικά η Μόσχα, οι δυτικές χώρες κατάφεραν να συμπεριληφθεί στο προσχέδιο απόσπασμα που καταδικάζει τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Μερικές ώρες πριν από τη συνέντευξη Τύπου του κ. Μισέλ, διπλωμάτες έλεγαν πως η Ρωσία ήταν διατεθειμένη να αποδεχθεί το να συμπεριληφθεί το επίμαχο απόσπασμα στο κείμενο. Η ανακοίνωση αναμένεται πως θα κάνει λόγο για πόλεμο – όχι για «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», κατά τον όρο που χρησιμοποιεί ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν. Πάντως, νωρίτερα, πηγές του πρακτορείου Bloomberg έκαναν λόγο ακόμη και για δυο κοινά ανακοινωθέντα ανάλογα με τις χώρες που αποδέχονται την επιμονή των Ρώσων να αναφέρονται στην εισβολή τους στην Ουκρανία ως «ειδική στρατιωτική αποστολή».
Σημειώνεται πως η έγκριση της Ρωσίας πιθανόν αποτελεί ένδειξη πως η Μόσχα δεν μπορεί πλέον να λογαριάζει στην υποστήριξη της Κίνας στους κόλπους της G20 όσον αφορά το ζήτημα της Ουκρανίας. Ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ είχε αναγγείλει νωρίτερα πως θα γινόταν αυτή η παραχώρηση. Ο κ. Λαβρόφ, που εκπροσωπεί τον κ. Πούτιν στη Σύνοδο Κορυφής, διαβεβαίωσε πως η τελική ανακοίνωση θα γινόταν αποδεκτή.
Όπως είναι φυσικό και παρά την απουσία του προέδρου της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ηχηρή εάν όχι καθοριστική παρουσία στις διαβουλεύσεις. Πρώτα απ΄ όλα το χάσμα ανάμεσα στη Δύση και την Κίνα βάθυνε από τον περασμένο Φεβρουάριο. To Πεκίνο αποστασιοποιήθηκε από τις δυτικές κυρώσεις απέναντι στο καθεστώς του Κρεμλίνου, επωφελούμενο από τις αυξημένες προμήθειες ορυκτών καυσίμων από τη Ρωσία σε χαμηλότερο αντίτιμο από τις τιμές στις διεθνείς αγορές.
Συνάντηση Μπάιντεν-Σι και ταξίδι της Γέλεν στην Ινδία
Εντούτοις, η χθεσινή διμερής τρίωρη συνάντηση του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, με τον Κινέζο ομόλογο του, Σι Τζινπίνγκ, κινήθηκε σε χαμηλούς τόνους. Ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε, μάλιστα, πως ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, θα επισκεφθεί την Κίνα στο εγγύς μέλλον, με τους κυβερνητικούς εκπροσώπους των δυο χωρών να προγραμματίζουν συνομιλίες πάνω στην οικονομική σταθερότητα, την επισιτιστική και υγειονομική ασφάλεια και την κλιματική αλλαγή. «Πιστεύω απόλυτα ότι δεν χρειάζεται να υπάρξει ένας νέος Ψυχρός Πόλεμος» είπε ο Μπάιντεν και τόνισε πως δεν υπάρχει άμεση απειλή για μια εισβολή της Κίνας στην Ταϊβάν. Και οι δύο πλευρές τάχθηκαν επίσης κατά των απειλών πυρηνικού πολέμου, ένας κίνδυνος που επανήλθε στο κάδρο με την κλιμάκωση της ρητορικής από την πλευρά της Ρωσίας.
Όμως, οι κυβερνώντες των δύο ισχυρότερων οικονομιών στον κόσμο απέχουν από το να γεφυρώσουν τις μεταξύ τους εμπορικές διαφορές ύστερα από το κύμα των δασμών που επιβλήθηκαν εις βάρος της Κίνας επί κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ. Έκτοτε ο όγκος των συναλλαγών μεταξύ των δυο χωρών έχει μειωθεί ενώ οι γεωπολιτικές εντάσεις αυξήθηκαν λόγω της Ταϊβάν.
Πληροφορίες των New York Times θέλουν την Ουάσιγκτον να καλλιεργεί στενότερες οικονομικές επαφές με την Ινδία έτσι, ώστε να ενσωματωθεί βαθύτερα στις εφοδιαστικές αλυσίδες των ΗΠΑ. Εκεί αποδόθηκε η επίσκεψη της υπουργού των ΗΠΑ, Τζάνετ Γέλεν, στο Νέο Δελχί την περασμένη Παρασκευή πριν μεταβεί στο Μπαλί για να συναντήσει την υπόλοιπη αποστολή των ΗΠΑ.
Παρομοίως, ο Γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, δήλωσε σε συνέδριο που έλαβε χώρα τη Δευτέρα στη Σιγκαπούρη πως θα πρέπει να μειώνονται οι μονομερείς εξαρτήσεις των επιχειρήσεων της χώρας σε πρώτες ύλες και κρίσιμες τεχνολογίες. «Η διαφοροποίηση καθιστά τις επιχειρήσεις λιγότερο ευάλωτες και τις οικονομίες μας πιο σταθερές και ασφαλείς» είπε ο Σολτς πριν μεταβεί στο Μπαλί για να συναντήσει τους υπόλοιπους G20. H Γερμανία αποδεικνύεται ο αδύναμος κρίκος στην ενεργειακή κρίση της Ευρώπης καθώς αύξησε την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο, ιδιαίτερα μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από το Κρεμλίνο το 2014 και μέχρι τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Η σύνοδος G20 παρουσιάζει μια ευκαιρία για τον Ερντογάν
Πολιτικοί και οικονομικοί αναλυτές τονίζουν τον ρόλο της Τουρκίας ως μεσάζοντα ανάμεσα στη Ρωσία και τον υπόλοιπο κόσμο καθώς η Δύση αναγνωρίζει πως θα πρέπει να διατηρηθεί μια δίοδος επικοινωνίας με το Κρεμλίνο. Οπότε, παρά την κριτική που έχει δεχτεί ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για το καθεστώς που έχει επιβάλει στη χώρα του, ιδίως την τελευταία πενταετία, η Άγκυρα διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στη σύναψη του Πρωτοκόλλου της Μαύρης Θάλασσας τον περασμένο Ιούλιο και την επαναφορά της Ρωσίας στη συμφωνία για την ασφαλή επανέναρξη των εξαγωγών σιτηρών από τη νότια Ουκρανία. Το Bloomberg υπενθυμίζει πως η Τουρκία διαμεσολάβησε επίσης στην ανταλλαγή 270 φυλακισμένων ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία τον Σεπτέμβριο.
Λίγα 24ωρα μετά την τρομοκρατική επίθεση στην Κωνσταντινούπολη, ο Έρντογαν αποβλέπει σε συνάντηση με τον Αμερικανό πρόεδρο, όπου αναμένεται να πρωταγωνιστήσει η ανανέωση του Πρωτοκόλλου της Μαύρης Θάλασσας που λήγει στις 19 Νοεμβρίου. Σκοπός της Ινδονησίας, η οποία φιλοξενεί τη σύνοδο των G20, είναι να συμπεριληφθούν και τα λιπάσματα της Ουκρανίας, η οποία μαζί με τη Ρωσία διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην παγκόσμια επισιτιστική αλυσίδα. Σε μια τέτοια συνάντηση, ο Ερντογάν θα έχει την ευκαιρία να προωθήσει τα συμφέροντα της Τουρκίας ως περιφερειακή δύναμη. Ας μην λησμονείται πως στην Άγκυρα συναντήθηκε χθες ο επικεφαλής της CIA, Ουίλιαμ Μπερνς, με Ρώσους αξιωματούχους προκειμένου να προειδοποιήσει για τη χρήση πυρηνικών όπλων στην Ουκρανία. Σε αυτή τη σύνοδο κορυφής, οι γεωπολιτικές εντάσεις και ισορροπίες θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στις οικονομικές σχέσεις των ισχυρότερων από τους G20.
Στη διήμερη σύνοδο της G20, πέραν της ΕΕ, αντιπροσωπεύονται 19 χώρες, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Κίνα, η Ινδία, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Αυστραλία, η Ρωσία, η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία, η Γερμανία, η Γαλλία, η Βρετανία, η Ιταλία, η Βραζιλία, η Αργεντινή, το Μεξικό, η Νότια Αφρική και η οικοδέσποινα Ινδονησία. Το διεθνές πολιτικό και οικονομικό φόρουμ αντιπροσωπεύει πάνω από το 80% του παγκόσμιου ΑΕΠ, το 75% του διεθνούς εμπορίου και το 60% του πληθυσμού της υφηλίου.