THEPOWERGAME
Λυπάμαι τον Ευρωπαίο υπεύθυνο χάραξης πολιτικής που προσπαθεί να κατανοήσει πώς αισθάνονται οι ψηφοφόροι για τον έξω κόσμο. Πάνω από τα τρία τέταρτα των πολιτών της ΕΕ, από την Ιρλανδία έως την Ελλάδα, δηλώνουν ότι είναι υπέρ του ελεύθερου εμπορίου.
Η παγκοσμιοποίηση είναι ευπρόσδεκτη από έξι στους δέκα Ευρωπαίους, παρά το γεγονός ότι οι αριστεροί τη λοιδορούν ως μια μοχθηρή αμερικανική συνωμοσία. Αντίθετα, ο προστατευτισμός – ουσιαστικά το αντίθετο του ελεύθερου εμπορίου και αυτό ακριβώς που εκτροχιάζει την παγκοσμιοποίηση – θα έπρεπε να είχε λίγους οπαδούς.
Και όμως, στην ίδια σειρά δημοσκοπήσεων που διοργάνωσε η ΕΕ, πολύ περισσότεροι Ευρωπαίοι δηλώνουν ότι αισθάνονται θερμά απέναντι στον προστατευτισμό παρά ότι αντιτίθενται σε αυτόν. Από τότε που ο Boris Johnson αποχώρησε από την Ντάουνινγκ Στριτ, κανείς δεν έχει προσπαθήσει με τόση θρασύτητα να έχει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο.
Η αναποφασιστικότητα του κοινού αντανακλάται στην προσέγγιση της Ευρώπης στις οικονομικές της ρυθμίσεις. Ως επί το πλείστον, η ΕΕ είναι ανοικτή στο εμπόριο και καλωσορίζει τις ξένες επενδύσεις, ως μέρος μιας χαλαρής συναίνεσης ότι οι ελεύθερες αγορές λειτουργούν (με μερικά διορθωτικά μέτρα). Ταυτόχρονα, ο προστατευτισμός ως ένστικτο παραμένει και κερδίζει έδαφος τελευταία.
Η Ευρώπη κοιτάζει τον έξω κόσμο και δεν είναι σίγουρη ότι θέλει να εξαρτάται υπερβολικά από αυτόν. Ο πόλεμος στο κατώφλι της ηπείρου, οι ρωσικοί αγωγοί φυσικού αερίου που εκρήγνυνται και οι ατελείωτες εμπορικές διαμάχες μεταξύ Κίνας και Αμερικής -των δύο μεγαλύτερων εμπορικών εταίρων της Ευρώπης- έχουν δώσει ώθηση σε όσους θα ήθελαν να «σηκώσουν» λίγο τη γέφυρα.
Σκεφτείτε το σαν η Ευρώπη να γίνεται γαλλική. Εδώ και χρόνια ο πρόεδρος της Γαλλίας, Emmanuel Macron, μιλάει για την ιδέα της «στρατηγικής αυτονομίας». Η έννοια είναι περιεκτική, αλλά περιλαμβάνει την ιδέα ότι η ευρωπαϊκή οικονομία δεν πρέπει να εξαρτάται από ξένους για κρίσιμες εισροές, όπως οι ημιαγωγοί ή οι μπαταρίες ηλεκτρικών αυτοκινήτων.
Υπερθεματίζοντας, ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας αυτές τις μέρες είναι παράλληλα υπουργός «βιομηχανικής αυτονομίας», ενώ ο υπεύθυνος της γεωργίας της είναι υπουργός «διατροφικής αυτονομίας».
Για τους σκεπτικιστές, το επιχείρημα της Γαλλίας για οικονομική αυτοδιάθεση είναι απλώς ένας τρόπος για να ανανεώσει την κλίση της προς τη διακυβέρνηση: η λιγότερη εξάρτηση από τις αμερικανικές ή κινεζικές εισαγωγές ανοίγει ένα μονοπάτι για την ανακούφιση των γαλλικών επιχειρήσεων, μετατρέποντάς τις ίσως σε Ευρωπαίους «πρωταθλητές» στην διαδικασία.
Αυτή η προσέγγιση είχε αρκετούς επικριτές που έκαναν λόγο για αποτροπή των παρισινών τεχνασμάτων. Οι μικρές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Κάτω Χωρών, της Ιρλανδίας και των Σκανδιναβών, έκαναν τις περιουσίες τους βασιζόμενες στο εξωτερικό εμπόριο και ώθησαν την ΕΕ προς μεγαλύτερο άνοιγμα.
Η Γερμανία έχει παρόμοια συμφέροντα, δεδομένου ότι οι εξαγωγικές επιχειρήσεις της είναι παγκοσμίως κορυφαίες. Έχει επίσης τη δική της φιλελεύθερη παράδοση, στην οποία το κράτος έθετε τους κανόνες, αλλά (συνήθως) δεν παρενέβαινε να αποφασίσει ποιες εταιρείες ευημερούσαν.
Καταλυτικά, η Βρετανία έγειρε προς τις ανοικτές αγορές και της άρεσαν οι κανόνες που εμπόδιζαν τη Γαλλία και άλλους να μοιράζουν επιδοτήσεις σε ευνοούμενες επιχειρήσεις.
Τα τμήματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Βρυξέλλες που ήταν επιφορτισμένα με τη διαπραγμάτευση εμπορικών συμφωνιών ή τη συγκράτηση των κρατικών ενισχύσεων αποτελούσαν ένα φιλελεύθερο βαθύ κράτος, έτοιμο να επιβάλει το μάντρα της ελεύθερης αγοράς.
Ο ένας μετά τον άλλο, οι αντίπαλοι του παρεμβατισμού βρέθηκαν στο περιθώριο. Η Βρετανία εγκατέλειψε την ΕΕ. Αυτό αποδυνάμωσε το μικρότερο βορειοευρωπαϊκό σύμπλεγμα που ήταν επί μακρόν σύμμαχοί της- μια «Χανσεατική Ένωση» ελεύθερου εμπορίου που δημιούργησαν για να πιέσουν υπέρ της παγκοσμιοποίησης διαλύθηκε μετά από λίγο καιρό.
Η άνοδος της Κίνας τρόμαξε τη Γερμανία, της οποίας οι μικρές σταθερές επιχειρήσεις από προμηθευτές των κινεζικών εταιρειών έγιναν ανταγωνιστές τους. Η εκλογή του Donald Trump στην Αμερική το 2016, και η επακόλουθη εμπορική διαμάχη με την Ευρώπη, ανέδειξαν περαιτέρω τους κινδύνους που ενέχει η στήριξη ακόμη και σε πανάρχαιους συμμάχους.
Στη συνέχεια, η πανδημία φάνηκε να αποδεικνύει ότι οι φόβοι του κ. Macron ήταν βάσιμοι, καθώς η Ευρώπη ανακάλυψε πόσο εξαρτημένη ήταν από τους ξένους για τα πάντα, από τις προστατευτικές μάσκες έως την παρακεταμόλη.
Οι γαλλικοί ισχυρισμοί ότι η Ευρώπη υπήρξε αφελής στον τομέα του εμπορίου – και κατά τα φαινόμενα η μόνη που έπαιζε με τους παγκόσμιους κανόνες – άρχισαν να βρίσκουν απήχηση. Πώς θα μπορούσαν οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που δεσμεύονται από αυστηρούς στόχους για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα να ανταγωνιστούν τις κινεζικές που αφήνονται ελεύθερες να ρυπαίνουν;
Οι Ολλανδοί, κάποτε ένθερμοι ελεύθεροι έμποροι, άρχισαν να μιλούν για «ανοικτή στρατηγική αυτονομία», και να ακούγονται σαν τον κ. Macron με διαφορετική προφορά. Οι διορθωτικές κινήσεις με γαλλική έμπνευση απέκτησαν απήχηση. Η ΕΕ συντάσσει πλέον σχέδια για έναν συνοριακό φόρο άνθρακα, τον οποίο οι φιλελεύθεροι επικριτές κάποτε κατήγγειλαν ως μια μορφή πράσινου προστατευτισμού.
Ξεχάστε τα όρια των κρατικών ενισχύσεων: υπό την αιγίδα ενός Γάλλου επιτρόπου, του Thierry Breton, τα μικροτσίπ και οι μπαταρίες αυτοκινήτων λαμβάνουν πακτωλούς ευρωπαϊκών χρημάτων. Οι επενδύσεις ξένων εταιρειών στην ΕΕ ελέγχονται όλο και περισσότερο, για να κρατηθούν καλύτερα οι εταιρικοί «απατεώνες» εκτός Ευρώπης.
Και εσύ, τέκνον Manu;
Οι ελπίδες ότι το εκκρεμές θα μπορούσε να επιστρέψει προς τις ανοικτές αγορές διαψεύστηκαν από τον πόλεμο στην Ουκρανία. «Η ενεργειακή κρίση, όπως και η πανδημία πριν από αυτήν, δείχνει ότι το κράτος έχει λειτουργήσει», λέει ο Jacob Kirkegaard του German Marshall Fund, ενός κέντρου μελετών. Οι επιδοτήσεις προς τη βιομηχανία ρέουν και πάλι. Η ιδιοτελής πεποίθηση της Γερμανίας ότι οι συναλλαγές με τις απολυταρχίες θα τις μετέτρεπαν με τον καιρό σε καλούς φιλελεύθερους, γύρισε μπούμερανγκ.
Πολλοί αναρωτιούνται αν η γερμανική εξάρτηση από την Κίνα για βιομηχανικές εξαγωγές μπορεί μια μέρα να αποδειχθεί τόσο ανόητη όσο και η προηγούμενη εξάρτησή της από τη Ρωσία για εισαγωγές φυσικού αερίου. Ο Joe Biden αφαίρεσε μόνο εν μέρει τους δασμούς του κ. Trump και προωθεί τα μέτρα «Buy American» (Αγοράστε αμερικανικά) με την ίδια ζωντάνια (αν και με λιγότερη βαβούρα) από τον προκάτοχό του. Κυβερνήσεις με λαϊκιστές, όπως στην Ιταλία ή τη Σουηδία, τείνουν μάλλον να αρέσκονται στον κρατικό καπιταλισμό à la Française.
Αυτό που φαινόταν σαν μια υγιής ένταση μεταξύ των ελεύθερων εμπόρων και των αντιπάλων τους μπορεί να μετατραπεί σε καταστροφή. Αφού η Αμερική εμπλούτισε τον πρόσφατο «νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού» με πράσινες επιδοτήσεις που αφορούσαν μόνο τα προϊόντα που κατασκευάζονται στην πατρίδα, η ΕΕ διαμαρτυρήθηκε αρχικά ήρεμα.
Το να επιτραπεί στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να συμμετάσχουν στις αμερικανικές προσπάθειες απαλλαγής από τον άνθρακα θα καθιστούσε τα μέτρα αποτελεσματικότερα, πρότεινε η Margrethe Vestager, ένα από τα εναπομείναντα φιλελεύθερα στελέχη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αν μη τι άλλο, θα μπορούσε να αποφευχθεί ένας νέος εμπορικός πόλεμος. Ο κ. Macron επέλεξε μια διαφορετική κατεύθυνση, απαιτώντας από την Ευρώπη να «ξυπνήσει» και να αρχίσει να ευνοεί τις βιομηχανίες της. Στο παρελθόν ακόμα και οι σκεπτικιστές του ελεύθερου εμπορίου ψιθύριζαν τέτοια πράγματα μόνο κατ’ ιδίαν. Τώρα πλέον λέγονται δυνατά.
© 2022 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr.Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά βρίσκεται στο www.economist.com