THEPOWERGAME
Ο περαιτέρω περιορισμός του δημοσιονομικού ελλείμματος -παρά τη σημαντική στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης– και η αλλαγή το 2023 του αναπτυξιακού μίγματος με ταχύτερη αύξηση της επενδυτικής δαπάνης σε σχέση με την κατανάλωση και τις εξαγωγές συνιστούν τα κύρια στοιχεία της σχεδιαζόμενης οικονομικής πολιτικής για το επόμενο έτος. Το 2023 θα είναι μια κρίσιμη χρονιά για την Ελλάδα, καθώς καλείται να αξιοποιήσει τον δημοσιονομικό χώρο που διαθέτει, ώστε να επανέλθει μετά από πολλά χρόνια στην επενδυτική βαθμίδα, ως προς το αξιόχρεο της χώρας, επισημαίνεται στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων της διευθύνσεως οικονομικών μελετών της Alpha Bank.
Η κατάρτιση των δημοσιονομικών στόχων έχει βασιστεί σε ορισμένες παραδοχές όσον αφορά στην εξέλιξη συγκεκριμένων μακροοικονομικών μεγεθών όπως το ΑΕΠ, η ανεργία και ο πληθωρισμός.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Υπουργείου Οικονομικών, ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης αναμένεται να ανέλθει, όπως προαναφέρθηκε, σε 5,3% το 2022 και να διατηρηθεί σε θετικό έδαφος το 2023, παρά την ενεργειακή κρίση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 16% κατά το επόμενο έτος και ότι θα έχουν τη μεγαλύτερη συμβολή στην άνοδο του ΑΕΠ, σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια που η οικονομική μεγέθυνση στηρίχτηκε κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση.
Ειδικότερα, στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) έχουν προβλεφθεί ευρώ 8,3 δισ. εκ των οποίων 6,8 δισ. θα χρηματοδοτηθούν από κοινοτικούς και 1,5 δισ. από εθνικούς πόρους, ενώ από το Ταμείο Ανάκαμψης η Ελλάδα αναμένεται να εισπράξει το 2023 συνολικά 5,6 δισ.
Δεδομένου ότι, εάν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις, οι επενδύσεις στη χώρα μας αναμένεται να προσεγγίσουν τα ευρώ 30 δισ. το 2023, το υψηλότερο ποσό που έχει καταγραφεί από το 2011, συμπεραίνεται ότι σημαντικός παράγοντας για την επίτευξη θετικού ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης το 2023 είναι η κινητοποίηση ιδιωτικών επενδύσεων, παράλληλα με τις δημόσιες επενδύσεις και την εισροή πόρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ-27).
Στην παρούσα συγκυρία ωστόσο, όπως επισημαίνεται στο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού, οι προβλέψεις ενέχουν υψηλό βαθμό αβεβαιότητας, εξαιτίας των γεωπολιτικών εξελίξεων και των επιπτώσεών τους.
Οι παράγοντες κινδύνου που επιδρούν τόσο στα μακροοικονομικά, όσο και στα δημοσιονομικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, είναι:
- Η άνοδος των τιμών της ενέργειας, το αυξημένο κόστος παραγωγής και ο βαθμός μετακύλησης αυτών (passthrough) στον τελικό καταναλωτή. Οι πληθωριστικές πιέσεις που καταγράφονται στην Ελλάδα και την ΕΕ-27 ενδέχεται να συγκρατήσουν τα τουριστικά έσοδα και την ιδιωτική κατανάλωση, εξαιτίας της μειωμένης αγοραστικής δύναμης των ευρωπαϊκών νοικοκυριών. Ως εκ τούτου η ιδιωτική κατανάλωση εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 7,2% το 2022 και ηπιότερα, κατά 1,3%, το 2023. Σημειώνεται επίσης, ότι οι προσδοκίες των καταναλωτών για την εξέλιξη των τιμών παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα, γεγονός που αυξάνει τις πιθανότητες εμφάνισης δευτερογενών επιπτώσεων (second round effects), δηλαδή της σπειροειδούς αύξησης τιμών και μισθών.
- Η επιτοκιακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δηλαδή η άνοδος των επιτοκίων με σκοπό την καταπολέμηση του πληθωρισμού που ενδέχεται να πλήξει την οικονομική δραστηριότητα, λειτουργώντας αποτρεπτικά ως προς την υλοποίηση επενδύσεων.
- Οι τυχόν ελλείψεις σε φυσικό αέριο, ιδιαίτερα στην περίπτωση πλήρους διακοπής της ροής του από τη Ρωσία για μεγάλο χρονικό διάστημα, γεγονός που θα έχει σημαντικές αρνητικές συνέπειες για τη βιομηχανική παραγωγή και το επίπεδο των τιμών. Το τελευταίο αυξάνει τον βαθμό αβεβαιότητας αναφορικά με την επίτευξη του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2023, καθώς επηρεάζει τόσο τον αριθμητή του κλάσματος, μέσω των πρόσθετων δημοσιονομικών παρεμβάσεων που θα απαιτηθούν για τη στήριξη των εισοδημάτων, όσο και του παρονομαστή, εξαιτίας της μειωμένης οικονομικής δραστηριότητας. Αξίζει να σημειωθεί ωστόσο, ότι ορισμένα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς αλλά και το ύψος των μέτρων που έχει υιοθετήσει η ελληνική κυβέρνηση ενάντια στο αυξημένο κόστος της ενέργειας ενισχύουν την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας αλλά και τα εισοδήματα των καταναλωτών.