THEPOWERGAME
O «αντίστροφος νομισματικός πόλεμος» βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη το 2022 και ο απόλυτος κερδισμένος είναι το αμερικανικό δολάριο. Για να γίνει σαφές, ο παραπάνω όρος αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου οι κεντρικές τράπεζες επιθυμούν ισχυρό νόμισμα και υψηλά επιτόκια, σε αντίθεση με την περασμένη δεκαετία που η επιθυμία ήταν για χαμηλό νόμισμα με χαμηλά επιτόκια.
Η Fed, βρίσκεται πολύ μπροστά από τις υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες στη μάχη με τον πληθωρισμό και συνεχίζει να αυξάνει επιθετικά τα επιτόκια, τονίζοντας προς κάθε κατεύθυνση ότι σε αυτή την προσπάθεια δεν υπολογίζει ακόμα και το σενάριο μιας ύφεσης για την αμερικανική οικονομία. Στο παρακάτω γράφημα, είναι ξεκάθαρη η παντοδυναμία του δολαρίου έναντι οποιουδήποτε άλλου επενδυτικού προϊόντος.
Αυτού του είδους η επενδυτική συμπεριφορά είναι χαρακτηριστική μιας επερχόμενης ύφεσης. Το ερώτημα είναι αν η Αμερική θα καταφέρει να έχει μια ήπια ύφεση που θα λειτουργήσει υποστηρικτικά στη Fed ώστε να μειωθεί ο πληθωρισμός, ή αν τελικά θα δημιουργήσει ένα ακόμα χάος μόλις δυο χρόνια μετά το 2020.
Η επίμονη άρνηση του Λευκού Οίκου να αναγνωρίσει ότι η αμερικανική οικονομία βρίσκεται ήδη σε ύφεση, όπως μαρτυρούν πολλοί βασικοί μακροοικονομικοί δείκτες, μας κάνει να εκτιμούμε ότι υπάρχει επιθυμία για ήπια ύφεση και ανακοίνωσή της σε αρκετά προχωρημένο στάδιο ώστε οι αγορές να μπορέσουν να κρατηθούν κοντά στα τρέχοντα επίπεδα και στη συνέχεια να ανακάμψουν δυναμικά.
Η άνοδος των επιτοκίων στην Αμερική και η συνδυαστική άνοδος του δολαρίου, οδηγεί τα κεφάλαια πίσω στην Αμερική και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τον περιορισμό της ρευστότητας σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτό αναγκάζει πολλές χώρες να πουλήσουν τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα που έχουν για να αποκτήσουν πρόσβαση στο δολάριο, όπως επίσης να πουλήσουν τα συναλλαγματικά τους αποθέματα για να αποκτήσουν και πάλι δολάριο.
Αυτό επιδεινώνει την εικόνα απόλυτης καταστροφής που υπάρχει στην παγκόσμια αγορά ομολόγων αλλά και στην αγορά των νομισμάτων με το ευρώ και τη στερλίνα να συμπεριφέρονται ως νομίσματα αναδυόμενων οικονομιών.
Έχει έρθει η ώρα να «σπάσει» κάτι;
Η παραπάνω κατάσταση δημιουργεί ένα σκηνικό έντονης ανησυχίας καθώς η απότομη άνοδος του δολαρίου και των αμερικανικών επιτοκίων, αφήνει έκθετο σχεδόν το σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Για παράδειγμα, το 35% των βρετανικών επιχειρήσεων πρέπει να αποπληρώσουν «δολαριακό χρέος» και αυτό έχει γίνει πλέον πάρα πολύ ακριβό. Το ίδιο αλλά σε συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό, συμβαίνει και με άλλους επιχειρηματικούς κολοσσούς ανά τον κόσμο ενώ σοβαρά προβλήματα φαίνεται να υπάρχουν σε μεγάλες και συστημικές τράπεζες, γι’ αυτό και η χρηματιστηριακή υπο-απόδοσή τους παρόλο που βρισκόμαστε σε περιβάλλον υψηλών επιτοκίων άρα μεγαλύτερων περιθωρίων κέρδους.
Οι επόμενοι μήνες, μέχρι και το τέλος του έτους αναμένονται με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον καθώς η νομισματική ισχύς της Αμερικής τη φέρνει σε θέση ισχύος για επενδυτική «απόβαση» σε Αγγλία και Ευρώπη. Ούτως ή άλλως, τα αμερικανικά deals έχουν πυκνώσει τους τελευταίους μήνες και ο συνδυασμός ισχυρού δολαρίου και δολαριακά υπερχρεωμένων επιχειρήσεων είναι οι βασικοί λόγοι πίσω από αυτό.
Υπάρχει ασφαλές καταφύγιο;
Σίγουρα δεν είναι ο χρυσός, ο οποίος για μια ακόμα φορά αποδεικνύει την ανεπάρκειά του ως επενδυτικό προϊόν. Ο λόγος της αδιαφορίας είναι τα θετικά πλέον πραγματικά επιτόκια. Όταν τα επιτόκια θα ξεκινήσουν να μειώνονται, οι μετοχές θα βρίσκονται σε σημαντικό discount που θα τις καθιστά ελκυστικές.
Η ενίσχυση του δολαρίου τονίζει τη σημασία της ρευστότητας, όχι όμως με την έννοια της αποταμίευσης και του τραπεζικού λογαριασμού γιατί ο πληθωρισμός είναι απαγορευτικός. Σημαίνει ότι έχει έρθει ή ώρα των σωστών επενδυτικών αποφάσεων. Η άνοδος του δολαρίου δείχνει έξοδο κεφαλαίων από κάθε άλλη χώρα και επιστροφή στην Αμερική, η οποία διαθέτει και ενεργειακή ανεξαρτησία.
Η Αμερική όντας πιο μπροστά από τις υπόλοιπες χώρες, διαθέτει κρατικά ομόλογα που βρίσκονται σε εξαιρετικά δελεαστικά επίπεδα και μετοχές που έχουν σημειώσει απώλειες μεταξύ 20% και 30%. Η ώρα για σταδιακές τοποθετήσεις των επενδυτών έχει έρθει και αυτοί που θα το αντιληφθούν θα έχουν σημαντικές υπεραξίες.
Διότι, στο ξεκίνημα του 2020, ο S&P 500 και ο Nasdaq, σημείωναν τις ίδιες απώλειες με σήμερα και η ειδησεογραφία ήταν απείρως πιο αρνητική από τη σημερινή διαχειρίσιμη κατάσταση. Τι έχει συμβεί όμως σε έναν επενδυτή που αψήφησε τα γεγονότα της πανδημίας και επένδυσε σε ένα σωστό χαρτοφυλάκιο αμερικανικών δεικτών;
Στο πρώτο σενάριο, κάποιος που επένδυσε στο ξεκίνημα του 2020 και άντεξε απώλειες 20%-30% σημειώνει κέρδη ακόμα και σήμερα της τάξης του 12% και 26%.
Κάποιος που τοποθετήθηκε αμέσως μόλις οι δείκτες έφτασαν στο -20% σημειώνει κέρδη 51% και 62% αντίστοιχα. Τα σημερινά μηνύματα είναι το ίδιο ξεκάθαρα, ας φροντίσουμε να μην αγνοηθούν.