THEPOWERGAME
Φανταστείτε οι ΑΒΒΑ, οι αδιαμφισβήτητοι εκπρόσωποι της κιτς ευρωπαϊκής ποπ μουσικής, να εκπροσωπούσαν κάθε χρόνο τη Σουηδία στον διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision, το κιτς υπερθέαμα της ευρωπαϊκής ποπ μουσικής.
Οι βαριεστημένοι ειδήμονες θα άρχιζαν σύντομα να στοιχηματίζουν για το ποιος από τους υπόλοιπους διαγωνιζόμενους θα ήταν καταλληλότερος για τη δεύτερη θέση. Οι εκλογές στη Σουηδία έχουν ένα παρόμοιο άρωμα, με τους Σοσιαλδημοκράτες στο ρόλο των ΑΒΒΑ.
Στις 11 Σεπτεμβρίου το κεντροαριστερό κόμμα ήρθε πρώτο στις 32ες συνεχόμενες βουλευτικές εκλογές, εξασφαλίζοντας λίγο κάτω από το ένα τρίτο των ψήφων. Την τελευταία φορά που ηττήθηκε, με μόλις 0,1% διαφορά, ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος βρισκόταν στην αρχή του. Ούτε οι πιο αναίσχυντοι πολιτικοί στη Μόσχα ή την Πιονγκγιάνγκ δεν έχουν καταφέρει να έχουν ένα τέτοιο εκλογικό σερί επιτυχιών.
Αν το όνομα του κόμματος με τις περισσότερες ψήφους δεν αποτέλεσε έκπληξη, το όνομα του δεύτερου κόμματος αποτέλεσε: οι Σουηδοί Δημοκράτες (SD), ένα κόμμα με ρίζες στο νεοναζιστικό κίνημα. Έχοντας κάνει εκστρατεία με το σύνθημα να «κάνουμε τη Σουηδία μεγάλη ξανά» (υπονοώντας με λιγότερους μετανάστες), υφάρπαξε τη δεύτερη θέση από τους μετριοπαθείς κεντροδεξιούς. Ήταν η πρώτη φορά σε δώδεκα εκλογικές αναμετρήσεις σε διάστημα τεσσάρων δεκαετιών που ένα κόμμα διέλυσε την καθεστηκυία πολιτική τάξη στη Σουηδία.
Ακόμη πιο αξιοσημείωτο ήταν ότι, ως ο μεγαλύτερος νικητής των ψήφων της δεξιάς, η οποία πέτυχε μια οριακή νίκη επί των συνδυασμένων δυνάμεων της αριστεράς, το κόμμα των Σουηδών Δημοκρατών θα ήταν κανονικά έτοιμο να ηγηθεί της κυβέρνησης. Κάτι τέτοιο θα έφερνε τον νεαρότατο ηγέτη του, Jimmie Akesson, στην πρωθυπουργία – ένα σημαντικό αποτέλεσμα για ένα κόμμα που εξέλεξε τους πρώτους του βουλευτές πριν από μόλις μια δεκαετία.
Όμως δεν προβλέπεται κυβέρνηση Akesson. Πράγματι, είναι αβέβαιο αν το SD θα πάρει κάποια υπουργική θέση. Στην Ευρώπη υπάρχουν παράλληλα δύο κομματικοπολιτικά συστήματα. Οποιοδήποτε κόμμα μέσα σε ένα φάσμα που εκτείνεται από τον πλήρη τροτσκισμό έως τον συντηρητισμό των οικογενειακών αξιών μπορεί να πολιτεύεται ελεύθερα, δημιουργώντας συμμαχίες με φίλους και εχθρούς καθώς ανταγωνίζεται για την εξουσία.
Αντίθετα, τα κόμματα που φλερτάρουν υπερβολικά με την ξενοφοβία, όπως το SD, ο Εθνικός Συναγερμός της Marine Le Pen στη Γαλλία, διάφοροι Ολλανδοί λαϊκιστές και το Vox στην Ισπανία, θεωρούνται πέραν του πολιτικού φάσματος. Στις περισσότερες χώρες, κάποιο είδος cordon sanitaire, υγειονομικής ζώνης που χρησιμοποιείται για την απομόνωση των μολυσματικών, έχει διαχωρίσει τα κυρίαρχα κόμματα από τους παρίες.
Στην καλύτερη των περιπτώσεων, ακόμα και η συζήτηση με όσους βρίσκονται πέραν της ζώνης θεωρούνταν προδοσία των πολιτικών κανόνων. Η ανάδειξή τους σε υπουργικά αξιώματα, όπως συνέβη πρώτη φορά η Αυστρία το 2000, ήταν αρκετή για να προκαλέσει διπλωματικά αντίποινα από τους γείτονές της στην ΕΕ.
Ο εξοστρακισμός αυτός απέτυχε. Η αντιμετώπιση των εθνικιστών ως παριών δεν εμπόδισε την άνοδό τους. Αντιθέτως, οι εκλογές στην Ευρώπη πλέον φέρουν συχνά τα κυρίαρχα κόμματα απέναντι στο υποτιθέμενο περιθώριο, με την ελπίδα ότι δεν θα επιλέξουν πολλοί ψηφοφόροι τη «λάθος» πλευρά. Η απλή ελπίδα ότι οι «κακοί» θα εξαφανιστούν δεν τους εξαφάνισε.
Κατά πάσα πιθανότητα, η στρατηγική του «αυτοί εναντίον ημών» θα δεχτεί ένα ακόμη μεγάλο πλήγμα αργότερα αυτό το μήνα, όταν οι Ιταλοί θα ψηφίσουν. Η Giorgia Meloni των Αδελφών της Ιταλίας, ενός κόμματος με νεοφασιστικές ρίζες και άφθονη χολή κατά των αλλοδαπών, φαίνεται ότι θα βρεθεί στην κορυφή. Σε αντίθεση με τον κ. Akesson, έχει τους συμμάχους που απαιτούνται για να γίνει πρωθυπουργός. Αν συμβεί αυτό, θα είναι η πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες που μια χώρα της δυτικής ΕΕ θα έχει επικεφαλής κυβέρνησης με δηλωμένη εθνικιστική προσέγγιση (στα ανατολικά, η Πολωνία και η Ουγγαρία είναι σχεδόν εκεί).
Η διάβρωση της υγειονομικής ζώνης μπορεί να είναι καλή. Η απαγόρευση συχνά παρακωλύει τον αγώνα κατά της μισαλλοδοξίας, παρά τον ενισχύει. Στη χειρότερη των περιπτώσεων, έχει δώσει στα εθνικιστικά κόμματα το ελεύθερο. Πολλά από αυτά είχαν τη δυνατότητα να συμμετέχουν σε κυβερνητικούς συνασπισμούς -συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης των κυβερνητικών προγραμμάτων- χωρίς να λαμβάνουν υπουργικές θέσεις, όπως ίσως πρόκειται να συμβεί στη Σουηδία.
Τέτοιες συμφωνίες εμπιστοσύνης και προσφοράς βολεύουν τα κυρίαρχα κόμματα, τα οποία μπορούν να μοιράζουν περισσότερες κορυφαίες θέσεις μεταξύ τους, αλλά δίνουν στους λαϊκιστές που βρίσκονται στο παρασκήνιο τη δύναμη να διαμορφώνουν πολιτικές χωρίς καμία λογοδοσία.
Η έλευση των ξενοφοβικών στην κυβέρνηση δεν είναι ο σίγουρος τρόπος για να «σπάσεις» το απόστημα, αλλά μπορεί να λειτουργήσει. Κάποιοι εφθάρησαν στην εξουσία όταν εντάχθηκαν σε κυβερνητικούς συνασπισμούς: στην Αυστρία και τις Κάτω Χώρες, εθνικιστικές ομάδες στην εξουσία κατέρρευσαν υπό το βάρος της ανικανότητάς τους.
Στη Νορβηγία, το λαϊκιστικό Κόμμα της Προόδου φυλλορρόησε αφού πήρε για πρώτη φορά υπουργικές αρμοδιότητες πριν από μια δεκαετία. (Αντίθετα, το EKRE, ένα εθνικιστικό μόρφωμα στην Εσθονία, συμμετείχε στην κυβέρνηση για δύο χρόνια προτού εκδιωχθεί το 2021 και παραμένει δημοφιλές).
Η παραμονή εκτός αξιώματος ενέχει επίσης τον δικό της κίνδυνο για τους εθνικιστές: στη Δανία, το φανατικό Λαϊκό Κόμμα αρνήθηκε να μπει στην κυβέρνηση το 2015, αφού ήρθε δεύτερο στις βουλευτικές εκλογές, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει ότι τα κυρίαρχα κόμματα έκλεψαν τη ρητορική και τις πολιτικές του κατά των μεταναστών. Είναι πλέον μια εξαντλημένη δύναμη.
Αλλαγή νοοτροπίας
Η αποκήρυξη των ρατσιστών και των ξενοφοβικών είναι ένας ευγενής σκοπός, αλλά η αντιμετώπισή τους ως παριών έχει βαθύνει την εκλογική τους μυσταγωγία. Τα κυρίαρχα κόμματα αποφεύγουν επί το πλείστον να μιλήσουν με ειλικρίνεια για τη μετανάστευση και την εγκληματικότητα, και ακούγονται εξωπραγματικά στους ψηφοφόρους που έχουν παρατηρήσει τις αλλαγές στην πράξη.
Όταν οι «φυσιολογικοί» πολιτικοί προσπαθούν καθυστερημένα να αντιμετωπίσουν τέτοια ζητήματα – κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας στη Σουηδία, μια σειρά πυροβολισμών μεταξύ συμμοριών μεταναστών το έκαναν αναπόφευκτο – μοιάζουν με τουρίστες σε πολιτικό έδαφος που έχουν εγκαταλείψει εδώ και πολύ καιρό. Ακόμα και η αναφορά στη μετανάστευση θεωρείται ως μια τυπική κενή αναφορά σε εκείνους που δεν πρέπει να κατονομάζονται.
Όσο πιο άτεγκτη είναι η συμμαχία κατά των ξενοφοβικών, τόσο περισσότερο ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων μπορεί να τους βλέπει ως τη μόνη εναλλακτική λύση σε ένα πολιτικό καρτέλ που θεωρούν ότι δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα. Η εκστρατεία κατά των λαϊκιστικών ιδεών για να αποσπάσει ψήφους από τους «κακούς» είναι αξιέπαινη.
Το να τους αρνείσαι την εξουσία όταν βγουν τα αποτελέσματα δεν είναι. Σε μια δημοκρατία, ένα πολιτικό κόμμα που λαμβάνει ευρεία εκλογική υποστήριξη και δεν έχει τίποτα να επιδείξει πρέπει να αποτελεί πηγή πολιτικής αμηχανίας, όχι υπερηφάνειας.
Οι ψηφοφόροι αντιμετωπίζουν τα εθνικιστικά κόμματα ως «φυσιολογικά» εδώ και πολύ καιρό. Αν οι πολιτικοί δεν κάνουν το ίδιο, η τιμωρία τους θα είναι αναπόφευκτη.
© 2022 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr.Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά βρίσκεται στο www.economist.com