THEPOWERGAME
Τις τελευταίες ημέρες βλέπουμε να αναγγέλλονται πάλι ορισμένα «καλά νούμερα» της οικονομίας, που αυτή τη φορά είναι ο τζίρος των επιχειρήσεων, ο οποίος αυξήθηκε θεαματικά κατά το πρώτο εξάμηνο της τρέχουσας χρονιάς σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο της περσυνής, αλλά ακόμη και σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2019, πριν δηλαδή την αρνητική επίδραση των lockdown. Και αυτό βεβαίως ερμηνεύεται, για άλλη μια φορά, ως ο προάγγελος της πολυπόθητης οικονομικής ανάκαμψης, εξέλιξη που περιμένουμε διακαώς από το μακρινό 2010. Αν ζούσε σήμερα ο μεγάλος θεατρικός συγγραφέας Σάμιουελ Μπέκετ, θα εμπνεόταν από τη κατάστασή μας και πιθανόν να άλλαζε το κείμενο του θρυλικού του έργου «Περιμένοντας τον Γκοντό», από «δεν μπόρεσε να έλθει σήμερα ο κύριος Γκοντό αλλά θα έλθει σίγουρα αύριο» σε «ο κύριος Γκοντό δεν μπόρεσε φέτος αλλά θα φέρει σίγουρα την ανάπτυξη του χρόνου». Κάπως έτσι και οι δικοί μας πολιτικοί επαναλαμβάνουν μηχανικά, χωρίς να την πιστεύουν πραγματικά, την υπόσχεση των ηρώων του Μπέκετ, επικαλούμενοι κάθε τόσο τον έναν ή τον άλλο δείκτη της οικονομίας που δείχνει να «πήγε καλά φέτος».
Εντούτοις, αν θέλουμε να περιγράψουμε με ένα μόνο νούμερο την πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, θα επισημαίναμε ότι το 80% των ελληνικών επιχειρήσεων δεν έχει πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που η ανάπτυξη, όπως ο Γκοντό, δεν έρχεται ποτέ και εμείς μένουμε πάντα με την ελπίδα για την επόμενη χρονιά. Διότι στην ουσία έχουμε μια θεωρητικά δυτική ανεπτυγμένη οικονομία, η οποία όμως, πρακτικά, δεν έχει τραπεζικό σύστημα, (η Ελλάδα έχει το μικρότερο ποσοστό χορηγήσεων ως προς το ΑΕΠ όλης της Ευρώπης). Αυτή θα έπρεπε να είναι η εναρκτήρια διαπίστωση κάθε οικονομικής μελέτης για τη χώρα σήμερα· και βεβαίως θα έπρεπε να ακολουθείται από ένα σαφές σχέδιο για το πως θα ανατραπεί η θλιβερή αυτή πραγματικότητα.
Φυσικά υπάρχουν και άλλοι σημαντικοί δείκτες, οικονομικοί και κοινωνικοί, που φανερώνουν τη ζοφερή κατάσταση της οικονομίας και της κοινωνίας μας. Όπως η τεράστια απώλεια ακαθάριστου εθνικού προϊόντος, απόρροια της δωδεκαετούς ύφεσης· ή ακόμα η μείωση του πλούτου, η μετανάστευση των νέων, το κόστος ζωής σε όρους αγοραστικής αξίας, (όπου στην Ελλάδα είναι το υψηλότερο όλης της Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά τη Βουλγαρία). Αλλά η αδυναμία των επιχειρήσεων να εξεύρουν τραπεζική χρηματοδότηση, σε τόσο μεγάλη έκταση, απαντάται μόνο σε τριτοκοσμικές, μη εκχρηματισμένες οικονομίες.
Η κατάσταση αυτή οφείλεται σε δυο τουλάχιστον βασικούς λόγους: αφενός στην τεράστια απομείωση των περιουσιών κατά τη διάρκεια της κρίσης και αφετέρου στη μαζική συσσώρευση δυσμενών στοιχείων σε βάρος των δυνητικών οφειλετών.
Η ύφεση και η αύξηση των υποχρεώσεων προκάλεσε μια πολύ μεγάλη απομείωση της περιουσίας των νοικοκυριών. Σύμφωνα με έρευνα που δημοσίευσε το 2017 η Τράπεζα της Ελλάδος ( Economic Bulletin No 45, July 2017, πίνακας 3, σελ. 34), η καθαρή περιουσία των ελληνικών νοικοκυριών στη διάμεσο της κατανομής μειώθηκε μέσα σε μία πενταετία, μεταξύ 2009 και 2014, κατά 40%. Μιλάμε για ποσοστά που δεν έχουν καταγραφεί ποτέ σε καιρό ειρήνης σε οποιαδήποτε άλλη χώρα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι μικρές και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, τα περιουσιακά στοιχεία των οποίων ταυτίζονται με εκείνα των επιχειρηματιών, να μην διαθέτουν την απαραίτητη περιουσιακή βάση η οποία δύναται να χρησιμοποιηθεί ως εμπράγματη εξασφάλιση για τη λήψη δανείων.
Επιπλέον, η δραματική συρρίκνωση της ζήτησης της τελευταίας δωδεκαετίας έφερε μεγάλες δυσκολίες στις περισσότερες επιχειρήσεις, που μεταφράστηκαν σε καθυστερήσεις πληρωμών, σε αθέτηση υποχρεώσεων, σε διαμαρτυρήσεις συναλλαγματικών κλπ., με αποτέλεσμα ένας πολύ μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων να αποκτήσουν δυσμενή στοιχεία στο σύστημα ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ και έτσι να ακυρώνεται η πιστοληπτική τους ικανότητα και να αποκλείονται από τον τραπεζικό δανεισμό.
Αν προσθέσουμε στα ανωτέρω την υπερβολικά συντηρητική προσέγγιση των τραπεζών όσον αφορά την ανάληψη κινδύνων, λόγω νοοτροπίας αλλά και εξαιτίας του τραυματικού παρελθόντος των προστατευτικών νόμων από το 2010 και μετά και των ανακεφαλαιοποιήσεων, έχουμε μια αρκετά ακριβή εικόνα των αιτιών του προβλήματος. Η ύπαρξη μεγάλου ποσοστού μη εξυπηρετούμενων δανείων, που μόλις πρόσφατα άρχισε να μειώνεται σε μονοψήφια νούμερα λόγω των μεταβιβάσεων πακέτων πιστοδοτήσεων σε εξειδικευμένες εταιρείες και funds, αποτελούσε επίσης τροχοπέδη στην παροχή νέων δανείων. Σ’ αυτό προστίθεται ίσως και η νομική αντιμετώπιση των προβληματικών δανειοδοτήσεων στην Ελλάδα, όπου βλέπουμε το παράδοξο και μοναδικό φαινόμενο να οδηγούνται ολόκληρα συμβούλια χορηγήσεων στο εδώλιο του κατηγορουμένου επειδή κάποιο σοβαρό δάνειο «στράβωσε». Γενικότερα, μια από τις στρεβλώσεις στη χώρα μας είναι ότι οικονομικά θέματα τα οποία σε κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα λύνονται ως αστικές διαφορές, εδώ καταλήγουν στα ποινικά δικαστήρια.
Γλαφυρό παράδειγμα της απροθυμίας χορήγησης πιστώσεων στην Ελλάδα αποτελεί η αποκάλυψη τον Δεκέμβριο του 2020 ότι από τα 31 δισεκατομμύρια ευρώ ρευστότητας που είχε δώσει με αρνητικό επιτόκιο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις ελληνικές τράπεζες, (δηλαδή τις πλήρωσε για να τα πάρουν), μόνο τα 5 δισ. διοχετεύθηκαν ως δάνεια στις επιχειρήσεις· τα υπόλοιπα έγιναν ομόλογα και ανακαταθέσεις. Αλλά σε ποιους δανείζουν οι τράπεζες, όταν δανείζουν; Στις λίγες μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας, σε συμφωνίες δημοσίων-ιδιωτικών συμπράξεων (ΣΔΙΤ), σε εταιρείες ειδικού σκοπού που εκπροσωπούν τους φορείς δημοσίων έργων κλπ. Με δυο λόγια, στους πολύ μεγάλους. Μόνο που οι πολύ μεγάλοι, από μόνοι τους, δεν επαρκούν για να απορροφήσουν τη μεγάλη ανεργία που μαστίζει τη χώρα εδώ και 12 χρόνια, ειδικά στην ανεργία των νέων όπου διατηρούμε τις θλιβερές «επιδόσεις» μας για χρόνια, χωρίς ορατές προοπτικές βελτίωσης.
Ένας άλλος παράγων είναι η τεράστια συρρίκνωση του αριθμού των τραπεζών στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία της κρίσης, για την οποία έχουμε μιλήσει πολλές φορές. Λίγοι ίσως θυμούνται σήμερα ότι πριν 15 χρόνια υπήρχαν, ανάλογα με τη περίοδο, 20 με 25 ελληνικές τράπεζες και περίπου άλλες τόσες ξένες εγκατεστημένες στη χώρα. Απ’ αυτές σήμερα έχουν απομείνει μόνο τέσσερις «συστημικές], δηλαδή μεγάλες και μία-δυο μικρές οι οποίες έχουν ελάχιστο μερίδιο αγοράς. Παράλληλα, όλες οι ξένες τράπεζες έχουν αποχωρήσει από τη χώρα. Αποτέλεσμα όλων αυτών: ο πρακτικά μηδενικός ανταγωνισμός. Τις επιπτώσεις δε τις αισθάνεται ακόμη και ο απλός άνθρωπος στις καθημερινές του τραπεζικές συναλλαγές, όπου συναντά μια γραφειοκρατία που θυμίζει Ελληνικό δημόσιο παλαιάς κοπής, με την υφέρπουσα υπόδειξη μάλιστα «αν δεν σ’ αρέσει να πας αλλού», χωρίς όμως να υπάρχει πλέον το «αλλού».
Η Ελλάδα έχει διανύσει μια πορεία οικονομικής καταστροφής την οποία κανείς δεν φανταζόταν τόσο μακρά. Ακόμη και οι πόλεμοι ή οι κατοχές διαρκούσαν μια τριετία ή τετραετία, ενώ εμείς περιμένουμε μάταια επί 12 χρόνια την «ανάπτυξη». Εκείνο που δεν λέει κανείς ευθέως είναι ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να ξεπεράσει την ύφεση και η οικονομία της δεν πρόκειται ούτε να ορθοποδήσει ούτε να απογειωθεί, αν δεν λυθεί το θεμελιώδες πρόβλημα της τραπεζικής χρηματοδότησης. Δεν πρόκειται για τραπεζικό θέμα, αλλά για μείζον εθνικό ζήτημα· ένα ζήτημα όπου τα «μικρά βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση», που κάθε τόσο ακούμε, δεν αρκούν. Χρειάζονται γενναίες αποφάσεις και γιγαντιαία βήματα για να ανακτηθεί το χαμένο έδαφος και βεβαίως πολύ ισχυρή κυβερνητική παρέμβαση στο τραπεζικό σύστημα. Οι ισχυρισμοί ότι με αυτό ασχολείται η Τράπεζα της Ελλάδος είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας. Η κεντρική τράπεζα απλά εποπτεύει το τραπεζικό σύστημα.
Η ανάπτυξη της οικονομίας όμως, η οποία περνά μέσα από την ενεργοποίηση του τραπεζικού συστήματος, είναι αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης.