THEPOWERGAME
Μολονότι οι αμερικανικές τράπεζες πέρασαν τα στρες τεστ της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), οι JP Morgan Chase, Bank of America και Citigroup θα πρέπει να ανταπεξέλθουν σε αυστηρότερα κριτήρια για την κεφαλαιακή τους επάρκεια ώστε να είναι καλύτερα θωρακισμένες στο ενδεχόμενο μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης. Η προσαρμογή των τριών τραπεζικών κολοσσών των ΗΠΑ σε υψηλότερους δείκτες ιδίων κεφαλαίων (CT1) μπορεί να περιορίσει τα σχέδια τους για την επαναγορά μετοχών, αλλά κρίθηκε απαραίτητη λόγω της απότομης μεταβολής των γεωπολιτικών και μακροοικονομικών συνθηκών προς το χειρότερο. Βέβαια, οι μεγάλες τράπεζες προχώρησαν στην καταβολή μερισμάτων στους μετόχους, αλλά τα αυστηρότερα κριτήρια για την κεφαλαιακή τους επάρκεια αντανακλούν την επιθυμία της Fed να βρίσκονται σε μεγαλύτερη ετοιμότητα εάν επιδεινωθούν δραματικά οι συνθήκες στην οικονομία.
Όπως επεσήμανε ο Φρανσίσκο Κόβας, επικεφαλής ερευνών στο Ινστιτούτο Τραπεζικής Πολιτικής των ΗΠΑ (Bank Policy Institute) που αντιπροσωπεύει αρκετές από τις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας, η Fed σχεδίασε τα φετινά στρες τεστ με την υπόθεση πως ξεσπά στις ΗΠΑ η μεγαλύτερη ύφεση από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δηλαδή ακόμη χειρότερη από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
«Οι μεγάλες τράπεζες εξακολουθούν να βρίσκονται σε εξαιρετική θέση για να δανείζουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις και έτσι να στηρίζουν την ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας», αναφέρει ο Κόβας σε επιστολή που απευθύνθηκε στον αμερικανικό Τύπο. Προειδοποίησε, όμως, πως εάν οι αρχές συνεχίζουν να αυξάνουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις των τραπεζών τότε θα αρχίσει να περιορίζεται η δυνατότητα τους να παρέχουν δάνεια. Ο δείκτης ιδίων κεφαλαίων για την JPMorgan αναπροσαρμόστηκε από το 11,2% στο 12%, της Bank of America από το 9,5% στο 10,5% και της Citigroup από το 10,5% στο 11,5%, διαπιστώνουν οι Financial Times.
Η κεφαλαιακή επάρκεια
Επιπροσθέτως, η Fed ζήτησε από τις JPMorgan, Citigroup και Goldman Sachs να ενισχύσουν τους δείκτες CT1 της κεφαλαιακής τους επάρκεια κατά ακόμη 50 μονάδες βάσης από τον επόμενο χρόνο λόγω του ρόλου που διαδραματίζουν ως συστημικές τράπεζες στην αμερικανική οικονομία. Μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των στρες τεστ, η JPMorgan και η Citigroup άφησαν αμετάβλητα τα μερίσματα τους, ενώ οι Goldman Sachs, Morgan Stanley και Wells Fargo ανακοίνωσαν πως θα προχωρήσουν σε αυξήσεις. Για να ανταπεξέλθουν τα νέα κριτήρια της Fed, ωστόσο «δεν θα καταφέρουν να προχωρήσουν στην επαναγορά ένας μεγάλου όγκου μετοχών», σχολίασε ο Κεν Ούζντιν, τραπεζικός αναλυτής στην Jefferies, στη βρετανική εφημερίδα.
Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, οι κεντρικές τράπεζες και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού καθιέρωσαν τη διεξαγωγή τεστ κοπώσεως που είναι ασκήσεις προσομοίωσης των τράπεζων σε διάφορα σενάρια επιδείνωσης των οικονομικών συνθηκών προκειμένου να εξακριβωθεί εάν διαθέτουν επάρκεια κεφαλαίων για να καλύψουν τυχόν απώλειες στο μέλλον. Κάτω από τη συγκεκριμένη συγκυρία -όπου η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει προκαλέσει μια ενεργειακή και επισιτιστική κρίση στον κόσμο με μεγάλες ανατιμήσεις σε όλα τα επίπεδα της επιχειρηματικής δραστηριότητας- η Fed έλεγξε την κεφαλαιακή επάρκεια των 34 ισχυρότερων τραπεζών στις ΗΠΑ σε σενάρια που περιλάμβαναν απώλειες έως και 621 δισ. δολαρίων. Η Fed υπέθεσε πως ένα από τα βασικά προβλήματα των τράπεζων ήταν μια απότομη πτώση των αξιών στα εμπορικά ακίνητα και στις αγορές εταιρικών ομολόγων, δεδομένου ότι η αύξηση των επιτοκίων οδηγεί σε υψηλότερα επίπεδα το κόστος των στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων.