THEPOWERGAME
Κατά 90% μειώθηκε η αξία των δημοσίων εγγραφών (IPOs) σε ΗΠΑ και Ευρώπη από τις αρχές του έτους. Δεν είναι λίγες οι εταιρείες που αποφάσισαν να αναβάλουν σχέδια για την εισαγωγή τους στο χρηματιστήριο εξαιτίας του κλίματος ανασφάλειας που έχει δημιουργηθεί από τον πόλεμο στην Ουκρανία, την αύξηση του πληθωρισμού και των επιτοκίων. Σύμφωνα με στοιχεία της Dealogic που παραθέτουν οι Financial Times, 157 εταιρείες άντλησαν 17,9 δισ. δολάρια μέσα στο πρώτο πεντάμηνο του 2022. Την αντίστοιχη περσινή περίοδο, η δημόσια εγγραφή 628 εταιρειών έφθασε συνολικά 192 δισ. δολάρια.
Η αξία των δημοσίων εγγραφών
Σε παγκόσμια κλίμακα, η συνολική αξία των δημοσίων εγγραφών διολίσθησε κατά 71% από τα 283 στα 81 δισ. δολάρια. Ο αριθμός των εταιρειών που έκαναν το ντεμπούτο τους στις χρηματιστηριακές αγορές συρρικνώθηκε από τις 1.237 στις 596. Ειδήμονες των αγορών υπογραμμίζουν πως η υποχώρηση των IPOs συνεχίστηκε μετά τη λήξη του πρώτου τριμήνου του έτους καθώς ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία επιδεινώνει τις πληθωριστικές πιέσεις λόγω της αβεβαιότητας για τις εξελίξεις στις αγορές της ενέργειας και των εμπορευμάτων. Βέβαια η σύγκριση γίνεται με το πρώτο τρίμηνο του 2021, όταν οι δημόσιες εγγραφές των εταιρειών είχαν φθάσει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Τότε είχαν επισπεύσει τα σχέδια για την εισαγωγή τους στο χρηματιστήριο αφού προηγουμένως τα είχαν αναβάλει λόγω της κρίσης στα πρώτα κύματα της πανδημίας της νόσου Covid-19.
Οι εκτιμήσεις για τον τομέα των ΙPOs
Αναλυτές θεωρούν πως η δραστηριότητα στον τομέα των ΙPOs θα επανέλθει σε φυσιολογικά επίπεδα μόλις σταθεροποιηθεί η γεωπολιτική κατάσταση στην ανατολική Ευρώπη. Παράλληλα, όμως, εξανεμίστηκε το ενδιαφέρον για τα ειδικά επενδυτικά οχήματα (SPACs), τα οποία αντλούν κεφάλαια από το χρηματιστήριο για να τα τοποθετήσουν σε ένα συγκεκριμένο σκοπό. Την προηγούμενη διετία, οι συμφωνίες με τα SPACs είχαν φθάσει σε επίπεδα ρεκόρ. Σήμερα, όμως, η εποχή της άφθονης ρευστότητας στις αγορές πλησιάζει στο τέλος της καθώς οι μεγάλες ανατιμήσεις στην ενέργεια έχουν οδηγήσει σε υψηλό επίπεδα τον πληθωρισμό και έτσι αναγκάζουν τις κεντρικές τράπεζες στις ΗΠΑ και την Ευρώπη να προχωρήσουν ταχύτερα στην αύξηση των επιτοκίων.