THEPOWERGAME
Τα αφεντικά ανέκαθεν παρακολουθούσαν τους εργαζομένους τους. Εξάλλου, μέρος της δουλειάς κάθε διευθυντή είναι να διασφαλίζει ότι οι υφιστάμενοί του κερδίζουν τα προς το ζην, δεν είναι φυγόπονοι και σίγουρα δεν κλέβουν.
Οι χώροι εργασίας παρακολουθούνται εδώ και πολύ καιρό από επιθεωρητές, κάμερες κλειστού κυκλώματος και πιο πρόσφατα από κάθε είδους αισθητήρες που ελέγχουν πόσες συσκευές συνδέουν οι μεμονωμένοι εργαζόμενοι ή αν κάποιος βάζει χέρι στο ταμείο.
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, και ιδίως καθώς η πανδημία ανάγκασε την εργασία από τον ελεγχόμενο περίβολο του εταιρικού γραφείου να μεταφερθεί στην ερημιά του τραπεζιού της κουζίνας, τόσο το εύρος όσο και η κλίμακα της εταιρικής επιτήρησης έχουν διογκωθεί.
Μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διαπίστωσε ότι η παγκόσμια ζήτηση για λογισμικό κατασκοπείας εργαζομένων υπερδιπλασιάστηκε μεταξύ Απριλίου 2019 και Απριλίου 2020. Μέσα σε λίγες εβδομάδες από τα πρώτα lockdowns, τον Μάρτιο του 2020, η αναζήτηση για εργαλεία παρακολούθησης αυξήθηκε περισσότερο από 18 φορές.
Οι πωλήσεις των κατασκευαστών λογισμικού παρακολούθησης σημείωσαν άλμα. Οι πωλήσεις στην Time Doctor, η οποία καταγράφει βίντεο από τις οθόνες των χρηστών ή τραβάει περιοδικά φωτογραφίες για να βεβαιωθεί ότι βρίσκονται στον υπολογιστή τους, τριπλασιάστηκαν ξαφνικά τον Απρίλιο του 2020 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Οι πωλήσεις του DeskTime, το οποίο παρακολουθεί το χρόνο που δαπανάται για εργασίες, τετραπλασιάστηκαν την ίδια περίοδο. Μια έρευνα σε περισσότερες από 1.000 επιχειρήσεις στην Αμερική το 2021 διαπίστωσε ότι το 60% από αυτές χρησιμοποιούσαν κάποιο τύπο λογισμικού παρακολούθησης, ενώ ένα επιπλέον 17% το εξέταζε.
Αναγνωρίζοντας ότι η κατασκοπεία βρίσκεται σε έξαρση -και προκαλεί δυσαρέσκεια – στις 7 Μαΐου, στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, τέθηκε σε ισχύ ένας νόμος που απαιτεί από τις επιχειρήσεις να ενημερώνουν το προσωπικό για κάθε ηλεκτρονική παρακολούθηση της τηλεφωνικής, ηλεκτρονικής και διαδικτυακής τους δραστηριότητας.
Στους εταιρικούς παραβάτες μπορεί να επιβληθεί πρόστιμο μεταξύ 500 και 3.000 δολαρίων ανά παράβαση. Η Νέα Υόρκη έρχεται να προστεθεί στο Κονέκτικατ και το Ντέλαγουερ, που έχουν επιβάλει παρόμοιες γνωστοποιήσεις από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και τις αρχές της δεκαετίας του 2000, αντίστοιχα, αλλά και στην Ευρώπη, όπου οι εταιρείες πρέπει να αποδείξουν ότι η παρακολούθηση έχει νόμιμη επιχειρηματική βάση – όπως η πρόληψη της κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας ή η αύξηση της παραγωγικότητας- από το 1995.
Και άλλοι τέτοιοι κανόνες είναι έτοιμοι να εμφανιστούν, αλλά είναι μάλλον απίθανο να αποτρέψουν περισσότερα γραφεία από το να υιοθετήσουν μια πολιτική Μεγάλου Αδελφού.
Χαμογελάστε, είσαστε στην Candid Webcam
Οι επιχειρήσεις έχουν βάσιμους λόγους να παρακολουθούν τους εργαζομένους. Ένας από αυτούς είναι η ασφάλεια: η παρακολούθηση της θέσης του προσωπικού σε ένα κτίριο μπορεί να βοηθήσει τους εργοδότες να το εντοπίσουν σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Ένας άλλος είναι η ασφάλεια των χρημάτων και των δεδομένων.
Για να διασφαλίσουν ότι οι εργαζόμενοι δεν μοιράζονται ευαίσθητες πληροφορίες, τράπεζες όπως η JPMorgan Chase σαρώνουν κλήσεις, αρχεία συνομιλιών και μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και παρακολουθούν ακόμη και το χρόνο παραμονής του προσωπικού στο κτίριο. Το 2021 η Credit Suisse, άρχισε να ζητά πρόσβαση στις προσωπικές συσκευές που χρησιμοποιούνται για την εργασία.
Νεοφυείς επιχειρήσεις προσφέρουν πιο εξελιγμένες εκτιμήσεις απειλών. Μία από αυτές, η Awareness Technologies, πωλεί λογισμικό που ονομάζεται Veriato, το οποίο δίνει στους εργαζομένους βαθμολογία κινδύνου, ώστε ο εργοδότης να μπορεί να εκτιμήσει πόσο πιθανό είναι να διαρρεύσουν δεδομένα ή να κλέψουν εταιρικά μυστικά.
Μια άλλη, η Deepscore, ισχυρίζεται ότι τα εργαλεία ελέγχου προσώπου και φωνής που διαθέτει μπορούν να καθορίσουν πόσο αξιόπιστος είναι ο εργαζόμενος.
Ένας άλλος σημαντικός λόγος για να παρακολουθούν οι εταιρείες τους εργαζομένους είναι η μέτρηση -και η ενίσχυση- της παραγωγικότητας. Τα τελευταία δύο χρόνια παρατηρήθηκε μια έκρηξη των εργαλείων που είναι διαθέσιμα στους διευθυντές και τα οποία ισχυρίζονται ότι μπορούν να καταλάβουν όχι μόνο αν ο Bob από το μάρκετινγκ εργάζεται, αλλά και πόσο σκληρά.
Οι εργοδότες μπορούν να παρακολουθούν κάθε πληκτρολόγηση ή κίνηση του ποντικιού, να αποκτούν πρόσβαση σε κάμερες και μικρόφωνα, να σαρώνουν τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για κουτσομπολιά ή να λαμβάνουν στιγμιότυπα οθόνης από συσκευές – συχνά, όπως με προϊόντα σαν το Flexispy, χωρίς να αφήνουν τους εργαζόμενους που παρακολουθούνται να το καταλάβουν.
Ορισμένες λειτουργίες παρακολούθησης είναι διαθέσιμες σε ευρέως χρησιμοποιούμενο λογισμικό γραφείου, όπως το Google Workspace, το Microsoft Teams ή το Slack.
Πολλά προϊόντα επιτήρησης λειτουργούν με όλο και πιο έξυπνη τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ). Η Enaible ισχυρίζεται ότι η τεχνητή νοημοσύνη της μπορεί να μετρήσει πόσο γρήγορα οι εργαζόμενοι ολοκληρώνουν τα έργα τους, ως ένα τρόπο για να ξεχωρίζουν τους φυγόπονους.
Πέρυσι η Fujitsu, ένας ιαπωνικός τεχνολογικός όμιλος, παρουσίασε λογισμικό τεχνητής νοημοσύνης που υπόσχεται ότι μετράει τη συγκέντρωση των εργαζομένων με βάση την έκφραση του προσώπου τους. Το RemoteDesk ειδοποιεί τους διευθυντές εάν οι εργαζόμενοι τρώνε ή πίνουν κατά τη διάρκεια της εργασίας.
Τα δεδομένα αυτά, αν συλλέγονται με υπευθυνότητα, μπορούν να ενισχύσουν τη συνολική απόδοση της επιχείρησης, ενώ παράλληλα ωφελούν τα άτομα. Η μεγαλύτερη εποπτεία των ημερολογίων των εργαζομένων μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη της επαγγελματικής εξουθένωσης.
Η τεχνολογία μπορεί να ενδυναμώσει τους εργαζόμενους που αντιμετωπίζουν προκαταλήψεις ή διακρίσεις. Οι γονείς και το λοιπό προσωπικό με καθήκοντα φροντίδας μπορούν να δείξουν ότι είναι εξίσου παραγωγικοί με τους συναδέλφους τους που κατοικούν στο γραφείο.
Και οι άνθρωποι τείνουν να ανέχονται τους ελέγχους αποσκευών και τις κάμερες κλειστού κυκλώματος, τις οποίες θεωρούν ως αναγκαίο κακό για τη βελτίωση της ασφάλειας. Ομοίως, πολλοί αποδέχονται ότι τα τηλεφωνήματα και το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στην εργασία τους είναι θεμιτοί στόχοι.
Οι επικριτές της επιτήρησης φοβούνται ωστόσο ότι οι επιχειρήσεις δεν είναι αξιόπιστες. Το 2020 η αντίδραση του προσωπικού ανάγκασε την βρετανική τράπεζα Barclays να καταργήσει ένα λογισμικό που παρακολουθούσε το χρόνο που περνούσαν οι υπάλληλοι στα γραφεία τους και «επέπληττε» όσους έκαναν πολλή ώρα διάλειμμα.
Εκείνη τη χρονιά η Microsoft υποβλήθηκε σε εξονυχιστικό έλεγχο για μια λειτουργία που έθεσε σε εφαρμογή για να αξιολογεί την παραγωγικότητα των εργαζομένων χρησιμοποιώντας μετρήσεις όπως το πόσο συχνά συμμετείχαν σε βιντεοκλήσεις ή έστελναν μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
Ο γίγαντας του λογισμικού ζήτησε συγγνώμη και έκανε αλλαγές για να αποφύγει την ταυτοποίηση ατόμων. Στα χαρτιά, ο στόχος ήταν να παρέχει λεπτομερή εικόνα για τον τρόπο με τον οποίο εργάζονται οι οργανισμοί. Στην πράξη, έφερε τους εργαζόμενους αντιμέτωπους μεταξύ τους.
Όλα αυτά φέρνουν στο προσκήνιο ένα άλλο πρόβλημα: Πολλά προϊόντα επιτήρησης που αποσκοπούν στην αύξηση της παραγωγικότητας δεν είναι καλά δοκιμασμένα. Ορισμένα κινδυνεύουν να είναι αντιπαραγωγικά.
Έρευνες έχουν συσχετίσει την παρακολούθηση με τη μείωση της εμπιστοσύνης και υψηλότερα επίπεδα άγχους, τα οποία δεν ευνοούν την υψηλή απόδοση. Σε μια μελέτη τηλεφωνικών κέντρων, τα οποία υιοθέτησαν από νωρίς την τεχνολογία παρακολούθησης, η εντατική παρακολούθηση της απόδοσης συνέβαλε στη συναισθηματική εξάντληση, την κατάθλιψη και σε υψηλούς ρυθμούς αποχώρησης των εργαζομένων.
Σε μια ξεχωριστή έρευνα της Express VPN, ενός εικονικού ιδιωτικού δικτύου, σε 2.000 απομακρυσμένους και υβριδικούς εργαζόμενους στην Αμερική, πάνω από το ένα τρίτο ένιωθαν πίεση να εμφανίζονται πιο παραγωγικοί ή να εργάζονται περισσότερες ώρες ως αποτέλεσμα της παρακολούθησης.
Το ένα πέμπτο αισθάνονταν ότι αποδυναμώθηκαν, σχεδόν οι μισοί προσποιούνταν ότι είναι συνδεδεμένοι στο διαδίκτυο και σχεδόν το ένα τρίτο χρησιμοποίησαν λογισμικό κατά της παρακολούθησης, ειδικά σχεδιασμένο για να αποφεύγουν την παρακολούθηση στο διαδίκτυο.
Προσθέστε τις ανησυχίες για την ιδιωτικότητα -ιδιαίτερα καθώς η κατασκοπεία μεταφέρεται από το γραφείο στο σπίτι- και δεν είναι περίεργο που οι εργαζόμενοι είναι επιφυλακτικοί. Σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη το 2018 από το Συνδικαλιστικό Κογκρέσο της Βρετανίας, έναν οργανισμό-ομπρέλα, μόνο ένας στους τέσσερις εργαζόμενους πίστευε ότι η παρακολούθηση προσφέρει περισσότερα οφέλη από ό,τι μειονεκτήματα.
Τρεις στους τέσσερις θεώρησαν ανάρμοστο το λογισμικό αναγνώρισης προσώπου. Παρόμοιες ανησυχίες είχαν και για την παρακολούθηση της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που χρησιμοποιούν εκτός ωραρίου εργασίας και τη χρήση webcams για την κατασκοπεία τους.
Η εταιρεία συμβούλων Gartner διαπίστωσε πέρυσι ότι οι εργαζόμενοι σε εννέα μεγάλες οικονομίες προτιμούσαν σταθερά τη μη ψηφιακή παρακολούθηση, δηλαδή τις προσωπικές επισκέψεις από τους διευθυντές, παρά τις ψηφιακές.
Μόνο το 16% των Γάλλων εργαζομένων θεώρησε ότι οποιαδήποτε μορφή ψηφιακής παρακολούθησης ήταν αποδεκτή.
Με νόμους όπως αυτός της Νέας Υόρκης να τίθενται σε ισχύ, πολλοί εργαζόμενοι πρόκειται να μάθουν ότι οι απόψεις των εργοδοτών τους σχετικά με την καταλληλότητα τέτοιων μεθόδων μπορεί να διαφέρουν αρκετά από τις δικές τους.
Οι εργοδότες, από την πλευρά τους, ίσως χρειαστεί να μετριάσουν τον ενθουσιασμό τους για την κατασκοπεία του προσωπικού. Οι περισσότερες εταιρείες θα καταλήξουν πιθανότατα σε έναν λογικό συμβιβασμό. Όσες δεν το κάνουν, μπορεί να διαπιστώσουν ότι η υπερβολική γνώση είναι επικίνδυνη.
© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά βρίσκεται στο www.economist.com