THEPOWERGAME
Με τις κυρώσεις στη Ρωσία να έχουν «έρθει για να μείνουν», η ποντοπόρος ναυτιλία καλείται να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα που δημιουργούνται για το διεθνές εμπόριο. Όπως αναφέρει η BIMCO, η οποία εκπροσωπεί πάνω από το 80% των πλοιοκτητών διεθνώς, ακόμα κι αν ο πόλεμος στην Ουκρανία έληγε σήμερα, οι κυρώσεις θα παρέμεναν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οι συνέπειες από την παρούσα κατάσταση θα είναι σημαντικές, καθώς φαίνεται πως μια παγκόσμια κρίση τροφίμων είναι αναπόφευκτη, τη στιγμή που οι τιμές της ενέργειας και των αγροτικών αγαθών παραμένουν ιδιαίτερα υψηλές. Ήδη, όπως έχει προειδοποιήσει και ο ΟΗΕ, προβλέπεται να αυξηθεί η φτώχεια και η πείνα, ιδίως σε ευάλωτες οικονομίες του αναπτυσσόμενου κόσμου, που δεν έχουν ακόμα ανακάμψει από την επίδραση της υγειονομικής κρίσης. Ταυτόχρονα, παρότι η πλήρης επίδραση του πολέμου στην παγκόσμια οικονομία είναι ακόμα άγνωστη, αναλυτές και άλλοι φορείς έχουν αρχίσει να κάνουν λόγο για σημαντική κάμψη της οικονομικής ανάπτυξης, η οποία για φέτος αναμενόταν να κινηθεί πέριξ του 4%-4,5% σε παγκόσμια κλίμακα. Στην δε Ευρώπη, η επίδραση θα είναι ακόμα πιο σημαντική.
Όσον αφορά την ναυτιλία, η κατάσταση παραμένει ρευστή. Για παράδειγμα, στην αγορά του ξηρού χύδην φορτίου, η επίδραση είναι πλέον ορατή, καθώς ο όγκος των Ρωσικών εξαγωγών σιτηρών, σιδηρομεταλλεύματος και άλλων προϊόντων που μεταφέρονται με φορτηγά πλοία, έχει υποχωρήσει κατά 25% σε σχέση με τον μέσο όρο των πρώτων εβδομάδων του 2022, πριν το ξέσπασμα του πολέμου. Οι μειώσεις αυτές αφορούν τα περισσότερα λιμάνια, όπως επίσης και όλες τις κατηγορίες μεγεθών φορτηγών πλοίων. Μόνο οι ποσότητες εξαγόμενου άνθρακα φαίνεται να έχουν μείνει ανεπηρέαστες μέχρι στιγμής.
Οι δε εξαγωγές ξηρού χύδην φορτίου της Ουκρανίας παραμένουν «παγωμένες», ενώ οι παγκόσμιες ποσότητες εξαγωγών έχουν αυξηθεί οριακά, σε σχέση με τις αρχές του 2022. Ο ρυθμός της αύξησης παραμένει περίπου 5% χαμηλότερος σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο των προηγούμενων χρόνων. Ειδικά, οι εξαγωγές σιτηρών και σιδηρομεταλλεύματος είναι ιδιαίτερα χαμηλές για την εποχή, ενώ μόνο οι ποσότητες των εξαγωγών άνθρακα μοιάζουν ανεπηρέαστες από τις μεγάλες ανατιμήσεις των πρώτων υλών, γεγονός που ίσως να εξηγείται από την στροφή αρκετών χωρών στον λιγνίτη, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ενεργειακή κρίση.
Όσον αφορά την αγορά των δεξαμενόπλοιων, οι εξαγωγές ρωσικού αργού πετρελαίου και πετρελαιοειδών, καταγράφουν πτώση κατά 30% σε σχέση με τις τρεις εβδομάδες που προηγήθηκαν της εισβολής. Ωστόσο, οι ναύλοι κινούνται υψηλότερα, λόγω της εκτόξευσης της τιμής των φορτίων που εξάγονται από τη Ρωσία. Το μεγαλύτερο όφελος έχει αποκομίσει ο τομέας των δεξαμενόπλοιων της κλάσης Aframax, δηλαδή μεταφορικής ικανότητας 80.000 – 120.000 τόνων, για τα οποία οι ναύλοι έχουν πενταπλασιαστεί σε σχέση με τις αρχές του έτους.
Ωστόσο, όπως σημειώνει η BIMCO σε πρόσφατη ανάλυσή της, στο σύνολό της, η αγορά των δεξαμενόπλοιων δεν εμφανίζει ιδιαίτερη βελτίωση των θεμελιωδών της μεγεθών. Για την ακρίβεια, οι πολύ υψηλές τιμές του πετρελαίου έχουν αποθαρρύνει πολλούς εισαγωγείς, με αποτέλεσμα, αν δεν υπάρξει σύντομα αποκλιμάκωσή τους και αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής, δεν προβλέπονται ιδιαίτερες μεταβολές στην υφιστάμενη ισορροπία προσφοράς/ζήτησης. Με δεδομένο ότι ο ΟΠΕΚ δεν διαφοροποίησε την στρατηγική του, μετά και την πρόσφατη συνάντηση των μελών του πριν από λίγες ημέρες, δεν διαφαίνεται κάποια σημαντική αλλαγή εν όψει.
Στον αντίποδα, ο τομέας των εμπορευματοκιβωτίων δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει σημαντικές «αναταράξεις», με τον μεγαλύτερο κίνδυνο να αποτελεί ασφαλώς η πορεία της παγκόσμιας οικονομίας. Ήδη πάντως, έχει επωφεληθεί από τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στους ρωσικούς σιδηρόδρομους, καθώς αρκετές εξαγωγές κοντέινερ, γίνονται πλέον με πλοία αντί για τρένα. Από την άλλη πλευρά βέβαια, ο πολλαπλασιασμός των κρουσμάτων κορονοϊού στην Κίνα έχει μεταφραστεί σε κλείσιμο αρκετών εργοστασίων, με αποτέλεσμα να καταγράφονται ήδη σημαντικές καθυστερήσεις στην εξυπηρέτηση των πλοίων, αν και η εξέλιξη αυτή έχει ωφελήσει την αποσυμφόρηση των λιμανιών στις ΗΠΑ.