THEPOWERGAME
Όταν εξελέγη για πρώτη φορά πρόεδρος της Γαλλίας το 2017, ο Emmanuel Macron έγινε αμέσως ο σημαιοφόρος του ριζοσπαστικού κέντρου. Ήταν νέος, έξυπνος και εξαιρετικά ορθολογιστής. Παράλληλα, ήταν μια εποχή που το στρατόπεδο των φιλελεύθερων βίωνε μια εποχή πανικού.
Η Βρετανία είχε ψηφίσει το προηγούμενο έτος υπέρ της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Αμερική είχε μόλις εκλέξει τον Donald Trump. Σε όλη την Ευρώπη οι λαϊκιστές ανέβαιναν στις δημοσκοπήσεις, ακόμη και σε νηφάλια κράτη όπως η Σουηδία, η Δανία και η Γερμανία. Στην Ελλάδα, η άκρα αριστερά βρισκόταν στην εξουσία.
Η Λέγκα του Βορρά της Ιταλίας θα έμπαινε σύντομα στην κυβέρνηση ως το έτερο ήμισυ ενός αμιγώς λαϊκιστικού συνασπισμού που φλέρταρε με την έξοδο από το ευρώ και καταφερόταν εναντίον των μεταναστών που διασώζονταν στη Μεσόγειο.
Σε όλο τον πλούσιο κόσμο οι πολιτικοί που υπόσχονταν να υψώσουν τείχη, να αγνοήσουν τους ειδικούς και να γυρίσουν το ρολόι πίσω σε μια φανταστική χρυσή εποχή βρισκόταν σε άνοδο. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που ο θρίαμβος του κ. Macron σε μια από τις πιο κομβικές χώρες της Ευρώπης έφερε μια ανάσα ανακούφισης.
Σήμερα, 10 Απριλίου, ο κ. Macron θα βρεθεί και πάλι αντιμέτωπος με τους ψηφοφόρους. Αυτή τη φορά δεν διεκδικεί το χρίσμα με βάση τόσο τις φιλοδοξίες του για το ριζοσπαστικό κέντρο, όσο με βάση τα επιτεύγματά του ως μεταρρυθμιστής, το όραμά του για τη διεθνή πολιτική και ως ηγέτης που έδωσε νέα δυναμική στη γαλλική πολιτική.
Κατά μία έννοια, ο κ. Macron φαίνεται ότι σύντομα θα είναι σε θέση να πει ότι οι επιλογές του δικαιώθηκαν. Το εκλογικό μας μοντέλο του δίνει 98% πιθανότητες να περάσει στον δεύτερο γύρο στις 24 Απριλίου και 78% πιθανότητες να κερδίσει την επανεκλογή του (αν και το ποσοστό αυτό άρχισε τελευταία να φθίνει).
Η νίκη θα ήταν ένα σημαντικό κατόρθωμα. Από τον Charles de Gaulle το 1965, οι Γάλλοι δεν έχουν επανεκλέξει πρόεδρο που να έχει την πλειοψηφία στη συνέλευση.
Ωστόσο, αν κοιτάξουμε πιο προσεκτικά, θα καταλάβουμε γιατί όλο και περισσότεροι φιλελεύθεροι σε όλο τον κόσμο θα πρέπει να βλέπουν τον κ. Macron ως ένα εκπαιδευτικό αφήγημα.
Στην οικονομική πολιτική η κεντρώα προσέγγισή του υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχής. Πριν αναλάβει τα καθήκοντά του το 2017, υποστήριζε ότι η Γαλλία πρέπει να είναι ανοιχτή στην παγκοσμιοποίηση, αλλά να προσπαθήσει περισσότερο να εξοπλίσει τους πολίτες της με τις δεξιότητες που χρειάζονται για να προσαρμοστούν στις αλλαγές.
Οι εργασιακές και κανονιστικές μεταρρυθμίσεις του υπέρ της αγοράς ενσάρκωναν αυτή τη φιλοσοφία και οδήγησαν σε μια εντυπωσιακή ανάκαμψη της απασχόλησης και της δημιουργίας νέων επιχειρήσεων.
Αντί να προσπαθεί να διατηρήσει τις περιττές θέσεις εργασίας, ενίσχυσε την κατάρτιση και την βασική εκπαίδευση. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ήταν η κινητήρια δύναμη πίσω από τη δημιουργία του NextGenerationEU (NGEU), ενός κοινά εγγυημένου ταμείου 750 δισ. ευρώ (818 δισ. δολάρια) για να βοηθήσει τις ασθενέστερες οικονομίες της Ευρώπης να βγουν από τα αδιέξοδα που τις είχε οδηγήσει η Covid-19.
Έχει, ωστόσο, αφήσει πολλά για τη δεύτερη θητεία του. Ο κ. Macron υπήρξε πολύ πρόθυμος να καταπιαστεί με τους μοχλούς του κρατικού ελέγχου, είτε θέτοντας ανώτατο όριο στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος είτε παρεμβαίνοντας στη διαχείριση των υπεραγορών. Παρ’ όλη την δεινότητά του στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις, απέτυχε να αποκαταστήσει την ελπίδα σε όσους έμειναν πίσω στη Γαλλία.
Παρόλο που οι υποστηρικτές του θα έσπευδαν να επισημάνουν ότι αυτό συνέβη εξαιτίας της πανδημίας, εντούτοις απέτυχε να αναθεωρήσει το δαιδαλώδες συνταξιοδοτικό σύστημα.
Ως διεθνής πολιτικός, ο κ. Macron αναγνώρισε σωστά την απειλή για τη δυτική τάξη από μια ανερχόμενη Κίνα και μια οξύθυμη Ρωσία. Η λύση του ήταν να προσπαθήσει να ενισχύσει την Ευρωπαϊκή Ένωση – ένα φόρουμ όπου η φωνή της Γαλλίας μετράει – ακόμη και αν αυτό υπονόμευε τους θεσμούς που ενώνουν τη Δύση.
Αντί να έρθει σε αντιπαράθεση τον Vladimir Putin, τον πρόεδρο της Ρωσίας, υποστήριξε την οικοδόμηση γεφυρών. Θέλησε να υποβαθμίσει το ΝΑΤΟ, το οποίο είχε χαρακτηρίσει ως “εγκεφαλικά νεκρό”, δημιουργώντας ένα ευρωπαϊκό αντίστοιχο.
Ωστόσο, όπως έδειξε ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο ρόλος της Αμερικής στην υπεράσπιση της Ευρώπης είναι απαραίτητος. Αν και οι προσπάθειές του να νικήσει τους τζιχαντιστές στο Σαχέλ ήταν θαρραλέες και αξιέπαινες, απέδωσαν ελάχιστα και τώρα καταρρέουν.
Υπήρξε αλαζονικά οξύθυμος έναντι μιας παιδαριώδους Βρετανίας μετά το Brexit – και ακριβώς αυτό που ήθελε ο μη σοβαρός πρωθυπουργός της Βρετανίας.
Το σημείο στο οποίο ο κ. Macron υστέρησε περισσότερο ήταν να φέρει νέα πνοή στη γαλλική πολιτική.
Στις εκλογές του 2017 επικράτησε της νοσταλγού του εθνικισμού Marine Le Pen, με ποσοστό 66% έναντι 34%.
Αν περάσει στον δεύτερο γύρο, κάτι που είναι πιθανό, οι σημερινές δημοσκοπήσεις λένε ότι ο κ. Macron θα κερδίσει μόνο οριακά, με 53% έναντι 47%. Το ποσοστό των Γάλλων που δηλώνουν στις δημοσκοπήσεις ότι θα ψηφίσουν υποψήφιο της εθνικιστικής δεξιάς ή της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στον πρώτο γύρο είναι 51%, ελάχιστα περισσότερο από αυτό που ψήφισε κατ’ αυτό τον τρόπο το 2017.
Με άλλα λόγια, πέντε χρόνια διακυβέρνησης από τον κεντρώο εκφραστή του κόσμου έχουν διαβρώσει την υποστήριξη προς το κέντρο. Οι λόγοι γι’ αυτό είναι πολλοί. Ο πόλεμος και η πανδημία έχουν πολώσει την πολιτική, και όχι μόνο στη Γαλλία.
Ο κ. Macron επίσης μερικές φορές απωθεί τους ψηφοφόρους με τον απόμακρο, αλαζονικό τρόπο του. Οι επικριτές τον αποκαλούν “le président des riches”. Ο χαρακτηρισμός παραμένει, εν μέρει επειδή μείωσε τον ανεφάρμοστο φόρο πλούτου της Γαλλίας, αλλά κυρίως επειδή ο τρόπος του είναι αυτός του υψηλόβαθμου τραπεζίτη που ήταν κάποτε.
Ο κ. Macron αντιμετωπίζει επίσης το πρόβλημα που πάντοτε αντιμετωπίζουν οι υπεύθυνοι πολιτικοί όταν αναμετρώνται με λαϊκιστές. Προσφέρει πολιτικές βαρετά εδραζόμενες στην πραγματικότητα. Λένε αυτά που ξεσηκώσουν τους ψηφοφόρους, είτε είναι αλήθεια είτε όχι.
Ο τελευταίος λόγος είναι ότι ο κ. Macron επέδειξε μια ανελεύθερη παραμέληση των θεσμών. Παρόλο που η παλιά πολιτική είχε πάρα πολλούς βουλευτές με μακροχρόνια θητεία, τα κόμματα της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς έχουν μετατραπεί σε παράπλευρες σκηνές της προεδρικής πολιτική.
Είναι αλήθεια ότι η ευθύνη για την ανανέωση είχε πέσει πάνω τους, αλλά ο ίδιος έκανε τη δουλειά τους πιο δύσκολη αποσπώντας τα καλύτερα ταλέντα τους. Αυτό που έχει απομείνει είναι μια αναμέτρηση μεταξύ του κ. Macron και μιας κακοφωνίας εξτρεμιστών στα αριστερά και στα δεξιά.
Ως αποτέλεσμα, το πιο κοντινό πράγμα που έχει η Γαλλία σε ηγέτη της αντιπολίτευσης είναι η κ. Le Pen -μια ιστορική θαυμάστρια του κ. Putin που θα περιφρονούσε τους κανόνες της ΕΕ ευνοώντας τους Γάλλους πολίτες για τα πάντα, από τη στέγαση έως τις θέσεις εργασίας. Το 21% των πιθανοτήτων της να γίνει πρόεδρος είναι ανησυχητικά υψηλό.
Το 2016 ο κ. Macron έγραψε: “Αν δεν συνέλθουμε σε πέντε ή δέκα χρόνια, [η κα Le Pen] θα βρεθεί στην εξουσία”. Πως πρέπει να ερμηνεύσουν οι κεντρώοι το ανησυχητικό γεγονός ότι, παρά τα όσα έχει κάνει, τα λόγια του είναι τόσο αληθινά σήμερα όσο και τότε;
Ένα δίδαγμα είναι ότι οι σύνθετοι συμβιβασμοί αγωνίζονται για να νικήσουν τα συνθήματα. Η πολιτική έχει να κάνει τόσο πολύ με τις φυλές και την ταυτότητα που τα υλικά κέρδη από την άποψη της απασχόλησης και της οικονομικής ανάπτυξης είναι απαραίτητα αλλά όχι επαρκή για την επανεκλογή.
Ένα άλλο είναι ότι ένα άτομο από μόνο του δεν μπορεί να στηρίξει το ριζοσπαστικό κέντρο. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο επειδή πάρα πολλά εξαρτώνται από κάθε επανεκλογή και από την εμφάνιση ενός διαδόχου, αλλά και επειδή, όπως γνωρίζουν οι κεντρώοι, τα άτομα έχουν αδυναμίες.
Οι Γάλλοι κεντρώοι και τα αγγλοαμερικανικά φιλελεύθερα ξαδέλφια τους είναι συστήματα. Απαιτούν συνεχή ανανέωση, μέσα από επιχειρήματα και ανταγωνισμό. Ο κ. Macron εξακολουθεί να έχει την ψήφο μας, αλλά χρειάζεται και παρέα.
© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά βρίσκεται στο www.economist.com