THEPOWERGAME
Σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις μαστίζουν την παγκόσμια οικονομία, καθώς η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία συνεχίζεται και οι δύο χώρες που εμπλέκονται στη σύρραξη είναι οι ηγέτες στην εξαγωγή τροφίμων, ενέργειας και μετάλλων παρά το γεγονός ότι θεωρούνται μικροί «παίκτες» σε όρους ΑΕΠ. Οι αυξήσεις που έχουν σημειωθεί στις διεθνείς τιμές εμπορευμάτων προκαλούν δέος, σύμφωνα με την πρώτη αποτίμηση των επιπτώσεων του πολέμου από τον ΟΟΣΑ.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, οι τιμές του φυσικού αερίου αυξήθηκαν 85% στην Ευρώπη, 10% στη Βόρεια Αμερική και 20% στον υπόλοιπο κόσμο, οι τιμές του πετρελαίου ανέβηκαν 33% και του άνθρακα 80%, οι τιμές των λιπασμάτων υπολογίζεται ότι είναι 30% υψηλότερες, οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν 6% κατά μέσο όρο (το σιτάρι εκτοξεύθηκε 90% και το καλαμπόκι 40% ), ενώ την ίδια ώρα, οι τιμές των μετάλλων ανέβηκαν 11%, κυρίως λόγω των πιέσεων στις τιμές του χαλκού, του χρυσού, του ψευδάργυρου, του σιδήρου, του νικελίου, του αλουμινίου, του παλλαδίου και της πλατίνας.
Τη μεγαλύτερη πίεση δέχονται τα νοικοκυριά τα οποία βρίσκονται στα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια λόγω των ανατιμήσεων που στοχεύουν σε ενέργεια και διατροφή, πεδία όπου οι δαπάνες δεν έχουν ιδιαίτερη ευελιξία.
Εν τω μεταξύ, οι κυβερνήσεις έχουν λάβει μέτρα που αφορούν σε επιδοτήσεις, ειδικά τιμολόγια ρεύματος για τους ευάλωτους, μειώσεις έμμεσων φόρων στο ρεύμα, το φυσικό αέριο και τα καύσιμα. Τα μέτρα στήριξης θα πρέπει να προσωρινά και απολύτως στοχευμένα, έτσι ώστε να αποφευχθούν στρεβλώσεις στην αγορά μια να διατηρηθούν αυτά τα κόστη διαχειρίσιμα. Ο ΟΟΣΑ τονίζοντας ότι οι επιδοματικές ενισχύσεις μπορούν να είναι καλύτερα στοχευμένες και να έχουν πολλαπλάσια αποτελέσματα, αν εστιάζουν στα μικρομεσαία νοικοκυριά, αλλά χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να εφαρμοστούν και δεν επηρεάζουν τις τιμές, σημειώνει παράλληλα ότι «οι χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές και τα πλαφόν στις τιμές μειώνουν απευθείας το κόστος της ενέργειας, αλλά ευνοούν εξίσου τα νοικοκυριά με υψηλά εισοδήματα και εκείνους που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη».
Η ελληνική κυβέρνηση δηλώνει έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο μετά την ανακοίνωση των νέων μέτρων ύψους 1,1 δισ. ευρώ, σημειώνοντας ωστόσο ότι υπάρχει ενδεχόμενο και για νέες παρεμβάσεις. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με την τελευταία συνεδρίαση του Eurogroup, οι αποφάσεις περί χαλάρωσης ή μη, θα ληφθούν γύρω στο Μάιο κι αφού συνεκτιμηθούν όλα τα έως τότε δεδομένα γι’ αυτό και τα δημοσιονομικά περιθώρια, εντός των οποίων θα μπορεί να κινηθεί το οικονομικό επιτελείο, παραμένουν δυσδιάκριτα.
Να σημειωθεί ότι πέντε είναι οι άξονες στους οποίους θα κινηθούν οι κινήσεις της Ελλάδας και βασίζονται στην στρατηγική της Ευρώπης.
Πρόκειται για:
- Αντιμετώπιση των δημοσιονομικών επιπτώσεων από την επιτάχυνση των διαδικασιών ενεργειακής απεξάρτησης, από το νέο μεταναστευτικό κύμα αλλά κι από τις αυξημένες δαπάνες για την άμυνα. Η συζήτηση για εξαίρεση μέρους αυτών των δαπανών, από τον υπολογισμό του δημοσιονομικού αποτελέσματος, θα λύσει και τα χέρια της ελληνικής κυβέρνησης, όχι μόνο φέτος που παραμένει χρονιά σχετικής δημοσιονομικής χαλάρωσης αλλά και για το 2023 που αναζητείται “χώρος” για τη μόνιμη κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης και τη διατήρηση των μειωμένων ασφαλιστικών εισφορών
- Ένταση των κυρώσεων, με την προσδοκία να τελειώσει άμεσα ο πόλεμος και να γίνει η αποτίμηση των ζημιών στο ΑΕΠ, την απασχόληση, τον πληθωρισμό
- Η δυνατότητα συντονισμού κινήσεων στα μέτρα για το ενεργειακό κόστος. Επί του παρόντος το μόνο που υπάρχει είναι η «ξεχειλωμένη» εργαλειοθήκη της Κομισιόν, όπου ουσιαστικά το βάρος των αποφάσεων και το δημοσιονομικό κόστος, μετατίθεται στις κυβερνήσεις
- Τα περιθώρια δημοσιονομικής ευελιξίας. Η οδηγία από τις Βρυξέλλες είναι ότι η ρήτρα διαφυγής, θα πρέπει να αξιοποιηθεί με σύνεση από τα κράτη- μέλη στην παρούσα συγκυρία
- Παρεμβάσεις στη χονδρική τιμή του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος, καθώς υπάρχουν σαφή σημάδια κερδοσκοπίας. Ως το τέλος του Μαΐου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα έχει παρουσιάσει τις προτάσεις της με βασικό ζητούμενο- τουλάχιστον από τον ευρωπαϊκό Νότο- ένα πλαφόν, που θα ανακουφίσει τους καταναλωτές αλλά και τις κυβερνήσεις.