THEPOWERGAME
Οι γεωπολιτικοί κλυδωνισμοί είχαν συνήθως ως αποτέλεσμα πτώση στις αγορές της τάξης του 7-8% κατά μέσο όρο, αλλά με τις απώλειες να υπερκαλύπτονται μέσα σε διάστημα τριών μηνών, όπως σημειώνει η Bank of America σε νέα έκθεση όπου εξετάζει τις επιπτώσεις για τις αγορές από γεωπολιτικές κρίσεις στο παρελθόν. Οι διορθώσεις σε κάθε περίπτωση είναι φυσιολογικές, όπως σημειώνει, και έχουν συμβεί μία φορά το χρόνο κατά μέσο όρο, ενώ ακολουθήθηκαν από ριμπάουντ άνω του 10%.
Όπως επισημαίνει η BofA, εν μέσω της αναταραχής Ρωσίας-Ουκρανίας, ο S&P 500 σημείωσε πτώση κατά 9%. Αυτή είναι ελαφρώς υψηλότερη από τη μέση πτώση κατά 7-8% εν μέσω προηγούμενων εξωγενών γεωπολιτικών κραδασμών μετά την Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση. Οι προηγούμενες κρίσεις χωρίς θεμελιώδεις, μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, πρόσφεραν γενικά αγοραστικές ευκαιρίες: οι μετοχές ανέκαμψαν περισσότερο από πλήρως εντός τριών μηνών. «Εν ολίγοις, η ιστορία μας λέει ότι οι γεωπολιτικές βουτιές πρέπει να αγοράζονται, όχι να πωλούνται», τονίζει χαρακτηριστικά.
Η τρέχουσα διόρθωση των μετοχών ήταν άλλωστε και αναμενόμενη, κατά την BofA: δεν είχαμε διόρθωση της τάξης του 10% ή άνω στον S&P 500 από την ταχεία bear market του Μαρτίου του 2020 και κατά το ξέσπασμα της πανδημίας. Διορθώσεις μεγέθους 10%+ σημειώθηκαν μία φορά το χρόνο κατά μέσο όρο από το 1930 και έχουν διαρκέσει κατά μέσο όρο 54 ημέρες διαπραγμάτευσης πριν από την άνοδο άνω του 10% από τα χαμηλά (από τις 3 Ιανουαρίου, η αγορά έχει υποχωρήσει 13% και βρίσκεται είναι στη 47η ημέρα διαπραγμάτευσης). Bear markets της τάξης του 20% ή περισσότερο εμφανίζονται μία φορά κάθε 3-4 χρόνια, αλλά 9 από τις τελευταίες 12 από τη δεκαετία του 1950 έχουν σημειωθεί γύρω από οικονομικές υφέσεις (το οποίο δεν αποτελεί το βασικό σενάριο της BofA για την τρέχουσα κατάσταση της οικονομίας λόγω του πολέμου) και μόλις το 42% των σημάτων Bear Market έχει ενεργοποιηθεί.
Το timing βέβαια της αγοράς είναι δύσκολο και οι πωλήσεις πανικού μπορεί να οδηγήσουν σε μεγάλο κόστος, καθώς οι καλύτερες ημέρες της αγοράς συχνά ακολουθούν τις χειρότερες μέρες, εξηγεί η αμερικάνικη τράπεζα. Από τη δεκαετία του 1930, αν οι επενδυτές έμεναν εκτός αγοράς τις 10 καλύτερες ημέρες ανά δεκαετία, οι αποδόσεις τους θα ήταν μόλις 45% έναντι ~20.000% εάν είχαν αποφασίσει να μην πουλήσουν τις θέσεις τους.
Επιπλέον, όπως προσθέτει, οι αποτιμήσεις μπορεί να μην έχουν σημασία βραχυπρόθεσμα, αλλά είναι σχεδόν το μόνο που έχει σημασία μακροπρόθεσμα, αναφερόμενη στα μερίσματα. Παρά το sell-off, τα σημερινό επίπεδα της αγοράς συνεπάγονται αποδόσεις μετοχών μόλις 1,4% ετησίως κατά την επόμενη δεκαετία. Τα μερίσματα θα αντιπροσωπεύουν ωστόσο ένα μεγάλο κομμάτι αποδόσεων. Έχουμε ήδη δει μεγάλες αυξήσεις μερισμάτων από τις εισηγμένες και αναμένεται ότι η αύξηση των μερισμάτων θα είναι διπλάσια σε σχέση με την αύξηση κερδοφορίας το 2022, όπως εξηγεί.
Τέλος η BofA επισημαίνει πως η αυξημένη μεταβλητή τα είναι πιθανή. Η ίδια άρχισε να χρησιμοποιεί την καμπύλη απόδοσης ως εργαλείο πρόβλεψης για τη μεταβλητότητα στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και σήμερα σηματοδοτεί αυξημένη αστάθεια για τους επόμενους 12 έως 24 μήνες. Το καλύτερο εργαλείο hedging έναντι της αστάθειας είναι, όπως τονίζει, οι υψηλής ποιότητας μετοχές, οι οποίες εξακολουθούν να διαπραγματεύονται με σημαντικό discount). Έτσι η BofA συστήνει στους επενδυτές να χρησιμοποιήσουν τη μεταβλητότητα ως ευκαιρία για να προσθέσουμε έκθεση σε εταιρείες υψηλής ποιότητας με υγιείς αποδόσεις ελεύθερων ταμειακών ροών, οι οποίες και εντοπίζονται σε αμυντικούς και κυκλικούς τομείς.