THEPOWERGAME
«Μαύρη τρύπα» στην παγκόσμια αγορά λιπασμάτων δημιουργεί η εισβολή της Ρωσίας, με την εμπλοκή της Λευκορωσίας, στην Ουκρανία, καθώς οι συγκεκριμένες χώρες ελέγχουν ένα σημαντικό τμήμα της παγκόσμιας και πάνω από 25% της ευρωπαϊκής αγοράς. Οι τιμές καλπάζουν προς τα επίπεδα του 2008, όταν έφθασαν στα ιστορικά υψηλά τους, ενώ μεσο-μακροπρόθεσμα τίθεται ζήτημα επάρκειας της αγοράς – τουλάχιστον για συγκεκριμένους τύπους λιπασμάτων.
Οι εξελίξεις επηρεάζουν και την Ελλάδα, αν και ελάχιστες ποσότητες λιπασμάτων εισάγονται από τις συγκεκριμένες χώρες: σε πρώτο χρόνο μέσω της αλματώδους ανόδου των διεθνών τιμών και σε δεύτερο χρόνο μέσω του έντονου ανταγωνισμού για εξασφάλιση επαρκών ποσοτήτων καθώς οι χώρες που ως τώρα προμηθεύονταν λιπάσματα από τις εμπόλεμες, θα στραφούν σε άλλες αγορές, μεταξύ των οποίων και σ’ αυτές από τις οποίες προμηθεύεται λιπάσματα η Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Πολωνία αγόρασε τις τελευταίες ημέρες λιπάσματα από την Αίγυπτο, χώρα από την οποία κατ’ εξοχήν εισάγει λιπάσματα η Ελλάδα.
Για τους επόμενους μήνες, η επάρκεια λιπασμάτων στην ελληνική αγορά είναι διασφαλισμένη, διαβεβαιώνουν παράγοντες της αγοράς, το ζήτημα είναι βεβαίως σε τι τιμές θα τα προμηθευτούν οι έλληνες παραγωγοί, πολύ περισσότερο καθώς τώρα είναι η περίοδος αιχμής αφού γίνονται λιπάνσεις στα σιτηρά και θα ακολουθήσουν στις εαρινές καλλιέργειες (βαμβάκι, καλαμπόκι και τομάτα), οι οποίες απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος των λιπασμάτων σε ετήσια βάση.
Στην ανηφόρα ξανά οι τιμές
Η ρωσική εισβολή προκαλεί νέο ανοδικό κύμα στις διεθνείς αγορές. Για παράδειγμα, η τιμή της ουρίας, από 300 δολάρια τον τόνο (τιμή χονδρικής) πέρυσι, έφθασε στις αρχές Ιανουαρίου στα 950 δολάρια λόγω της εκρηκτικής ανόδου του φυσικού αερίου που διαμορφώνει σε ποσοστό 70-80% την τιμή της. Έκτοτε είχε υποχωρήσει στα 580 δολάρια. Από την ημέρα της ρωσικής εισβολής άρχισε και πάλι να αυξάνεται φθάνοντας χθες στα 850 δολάρια τον τόνο, τιμή fob (πρόκειται για την τιμή που καταβάλλεται στη χώρα προέλευσης ενός προϊόντος και η οποία προσαυξάνεται κατά τα έξοδα ασφάλισης και μεταφοράς μέχρι τα σύνορα του τελωνειακού εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης).
Η αύξηση των τιμών επηρεάζει όλο την αλυσίδα του λιπάσματος και μένει να φανεί σε τι ποσοστό θα οδηγήσει σε μείωση της κατανάλωσης καθώς από τη μία τα έξοδα είναι μεγάλα για τους παραγωγούς, από την άλλη, όμως, έχουν ισχυρό κίνητρο να αυξήσουν την παραγωγή τους για να επωφεληθούν από τις αυξημένες τιμές και των αγροτικών προϊόντων.
Κίνδυνος ελλείψεων στην παραγωγή καλίου
Το μεγάλο πρόβλημα εστιάζεται, πάντως, στο κάλιο, καθώς η Ρωσία και η Λευκορωσία είναι η 2η και η 3η μεγαλύτερες σε παραγωγή χώρες του κόσμου ελέγχοντας το 25-30% της διεθνούς αγοράς. Εφ’ όσον οι τρεις μεγάλες εταιρείες που έχουν μονάδες παραγωγής στις δύο αυτές χώρες τεθούν εκτός αγοράς ως αποτέλεσμα των οικονομικών κυρώσεων, τότε οι βασικές επιλογές των ελληνικών εταιρειών λιπασμάτων είναι να προμηθευτούν κάλιο
- από μια γερμανική ή μια ισραηλινή εταιρεία
- ή να στραφούν πέραν του Ατλαντικού, στον Καναδά και τις ΗΠΑ.
Συνεπώς, η διεθνής τιμή του καλίου, που βρίσκεται ήδη στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 13 ετών, εκτιμάται ότι θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο λόγω της μείωσης της προσφοράς, ενώ στη λιανική τιμή του θα πρέπει να συνυπολογιστεί και το αυξημένο μεταφορικό κόστος.
Επισημαίνεται ότι το κάλιο είναι σημαντικό για μια σειρά σημαντικές για την ελληνική γεωργία καλλιέργειες όπως δενδρώδεις (ελιές, εσπεριδοειδή), κηπευτικά, καλαμπόκι και πατάτα. Επιπρόσθετα, καθώς η επένδυση σε μονάδες παραγωγής είναι εξαιρετικά κοστοβόρος και η απόσβεση χρειάζεται πολλά χρόνια, δεν είναι εύκολη η πρόσθεση νέων μονάδων στην παγκόσμια αγορά.