THEPOWERGAME
Ανάμνηση παλιών αντιπαραθέσεων, ίσως προμήνυμα αυτών που έπονται: ο Τζο Μπάιντεν και ο Ντόναλντ Τραμπ θα εκφωνήσουν ομιλίες την Πέμπτη, ένα χρόνο μετά την εισβολή στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021, για να παρουσιάσουν δύο οράματα πιο ασύμβατα από ποτέ.
Ο Ρεπουμπλικάνος πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ ανακοίνωσε πρώτος ότι θα παραχωρήσει συνέντευξη Τύπου από την πολυτελή ιδιοκτησία του στη Φλόριντα.
«Εν αναμονή, να θυμάστε ότι η εξέγερση πραγματοποιήθηκε στις 3 Νοεμβρίου», έγραψε ο Τραμπ, αναφερόμενος στην ημέρα των προεδρικών εκλογών του 2020 στις ΗΠΑ, τις οποίες ισχυρίζεται, χωρίς να παρέχει καμία απόδειξη, ότι κέρδισε.
Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η πλειοψηφία των υποστηρικτών των Ρεπουμπλικάνων έχουν την ίδια άποψη.
Ο Τραμπ δεν διατηρεί χαμηλό προφίλ, παρά την κοινοβουλευτική έρευνα σε βάρος του
Ο Ντόναλντ Τραμπ, που έχασε τις εκλογές του 2020 έχοντας συγκεντρώσει περίπου επτά εκατομμύρια ψήφους λιγότερες από τον Τζο Μπάιντεν, δεν σκοπεύει να διατηρήσει χαμηλό προφίλ, παρά την κοινοβουλευτική έρευνα που βρίσκεται σε εξέλιξη σχετικά με τον ρόλο που διαδραμάτισαν ο ίδιος και στενοί του συνεργάτες σε αυτή την επίθεση στο Καπιτώλιο που προκάλεσε σοκ στις ΗΠΑ.
Αντίθετα ο πρώην πρόεδρος φαίνεται να εξακολουθεί να έχει κεντρικό ρόλο στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα, παραγκωνίζοντας όσους δεν συμμερίζονται την άποψή του περί «κλεμμένων εκλογών».
«Η συμπεριφορά του Τραμπ είναι αναμφίβολα πρωτόγνωρη στην αμερικανική Ιστορία. Κανένας πρώην πρόεδρος δεν έχει προσπαθήσει σε τόσο μεγάλο βαθμό να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του διαδόχου του και της δημοκρατικής διαδικασίας», εκτιμά ο Καρλ Τομπάιας καθηγητής Δικαίου στο πανεπιστήμιο Ρίτσμοντ.
Τι θα μπορούσε να απαντήσει ο Τζο Μπάιντεν, ο οποίος θα μιλήσει την Πέμπτη από το Καπιτώλιο;
Ο Αμερικανός πρόεδρος επαναλαμβάνει ότι η αμερικανική δημοκρατία βρίσκεται σε ένα «σημείο καμπής» και διαβεβαιώνει ότι ο ίδιος μπορεί να τη σώσει.
Ο «προηγούμενος»
Μετά την εκλογή του αποφεύγει να έρθει σε ανοικτή αντιπαράθεση με «τον άλλο τύπο», «τον προηγούμενο» – εκφράσεις που έχουν χρησιμοποιήσει ο Μπάιντεν και ο Λευκός Οίκος προκειμένου να μην αναφέρουν το όνομα αυτού που πιθανόν να αντιμετωπίσει εκ νέου στις προεδρικές εκλογές του 2024.
Επισήμως ο Μπάιντεν σκοπεύει να διεκδικήσει δεύτερη θητεία και ο Ρεπουμπλικάνος πρώην πρόεδρος έχει αφήσει να εννοηθεί ότι επίσης θα θέσει υποψηφιότητα.
Για την Λάρα Μπράουν, καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών στο πανεπιστήμιο Τζορτζ Ουάσινγκτον, «ο πρόεδρος και η αντιπρόεδρος (Κάμαλα) Χάρις δεν μπορούν να επιδοθούν σε άμεσες φραστικές επιθέσεις (εναντίον του πρώην προέδρου), διότι δεν θέλουν να δώσουν την εντύπωση ενός κυνηγιού μαγισσών» το οποίο ενορχηστρώνει ο Λευκός Οίκος, μια προσφιλή έκφραση του Τραμπ.
«Η κυβέρνηση Μπάιντεν πίστευε ότι λαμβάνοντας σωστές πολιτικές αποφάσεις όλα αυτά θα εξαφανίζονταν, αλλά πιστεύω ότι αυτό είναι αφελές», προσθέτει η Μπράουν.
Σύμφωνα με τον Μπάιντεν, ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπιστεί ο Τραμπ θα ήταν να συμφιλιωθεί η αμερικανική μεσαία τάξη με την πολιτική και τους πολιτικούς, μέσω της αύξησης των θέσεων εργασίας, της ενίσχυσης της αγοραστικής ισχύος των Αμερικανών και μιας κάποιας ηρεμίας μπροστά στην παγκοσμιοποίηση.
Όμως ο Αμερικανός πρόεδρος δεν έχει πετύχει τα αποτελέσματα που είχε υποσχεθεί: οι ΗΠΑ είναι αντιμέτωπες με ένα νέο, σφοδρό κύμα της επιδημίας Covid-19, οι μεγάλες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που προωθεί ο Μπάιντεν έχουν μπλοκάρει στο Κογκρέσο και το κόστος ζωής αυξάνει.
Η Ρέιτσελ Μπάικοφερ, πολιτική επιστήμονας που πρόσκειται στους Δημοκρατικούς, εκτιμά ότι ο Μπάιντεν θα πρέπει να αντιμετωπίσει πιο ωμά τον πρώην επιχειρηματία και το Ρεπουμπλικάνο κόμμα.
«Θα πρέπει να παραδεχθούμε με ειλικρίνεια τι σημαίνει» το γεγονός ότι ο Τραμπ στήριξε μέσω ανακοίνωσής του την εκστρατεία επανεκλογής του εθνικιστή Ούγγρου πρωθυπουργού Βίκτορ Ορμπάν, προσθέτει. Σύμφωνα με τη Μπάιτκοφερ, με αυτό τον τρόπο ο πρώην πρόεδρος «έδειξε τι επιθυμεί για την Αμερική και αυτό δεν είναι ένα δημοκρατικό μέλλον».
Όμως, όπως καταγγέλλει η ίδια, «υπάρχει μια πραγματική επιφυλακτικότητα να παραδεχθούμε σε ποιο βαθμό η επίθεση της δεξιάς στη δημοκρατία είναι τοξική».
«Οι τρέχουσες απειλές ενάντια στη δημοκρατία είναι πραγματικές και ανησυχητικές», σημειώνει και ο Τομπάιας. Ο ίδιος εκτιμά όμως ότι «οι ΗΠΑ έχουν ξεπεράσει πολύ πιο επικίνδυνες κρίσεις, κυρίως τον Εμφύλιο Πόλεμο».