THEPOWERGAME
Πόσα ξοδέψατε σήμερα για το cloud; Ο Robert Hodges χρειάζεται μόνο μερικά κλικ για να το μάθει. Ανεβάζει έναν πίνακα σε έναν υπολογιστή στο γραφείο του στο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια, ο οποίος δείχνει σε πραγματικό χρόνο τις δαπάνες για το cloud στην εταιρεία βάσεων δεδομένων Altinity, την οποία διευθύνει. Το νέφος αντιπροσωπεύει το ήμισυ των συνολικών δαπανών της Altinity.
Το widget του κ. Hodges είναι ένα παράθυρο στο μέλλον. Καθώς οι λογαριασμοί ανεβαίνουν στα ύψη, κάθε επιχείρηση οποιουδήποτε μεγέθους θα πρέπει να κατανοήσει όχι μόνο τα οφέλη του νέφους, αλλά και το κόστος του. Η εταιρεία συμβούλων Gartner υπολογίζει ότι οι δαπάνες για υπηρεσίες δημόσιου νέφους θα φθάσουν σχεδόν το 10% του συνόλου των εταιρικών δαπανών για την τεχνολογία πληροφοριών (IT) το 2021, από περίπου 4% το 2017.
Οι Sarah Wang και Martin Casado της Andreessen Horowitz, μιας εταιρείας επιχειρηματικού κεφαλαίου εκτιμούν ότι πολλές «τεχνοφιλικές» νεοφυείς επιχειρήσεις δαπανούν το 80% των εσόδων τους σε υπηρεσίες cloud. Η κατάσταση είναι ανάλογη με εκείνη πριν από έναν αιώνα, όταν η ηλεκτρική ενέργεια έγινε «αναγκαίο κακό».
(Και ώθησε ορισμένες επιχειρήσεις να προσλάβουν ένα άλλο είδος διευθύνοντος συμβούλου: τον διευθυντή ηλεκτρικής ενέργειας).
Για τις εταιρείες υπολογιστικού νέφους η μετατόπιση αποτέλεσε πραγματικό χρυσωρυχείο. Οι γίγαντες του κλάδου, όπως η Amazon Web Services (AWS), η Microsoft Azure, η Google Cloud Platform (GCP) και, στην Κίνα, η Alibaba και η Tencent, προσθέτουν επιχειρηματική δραστηριότητα με ταχείς ρυθμούς. Η Gartner αναμένει ότι οι παγκόσμιες πωλήσεις υπηρεσιών cloud θα αυξηθούν κατά 26% το 2021, σε περισσότερα από 400 δισ. δολάρια.
Παράλληλα όμως αυξάνεται και ο ανταγωνισμός. Στις 9 Δεκεμβρίου η Oracle, μια μεγάλη κατασκευάστρια λογισμικού, ανακοίνωσε υψηλότερα έσοδα από τα αναμενόμενα, κυρίως χάρη στην ταχεία ανάπτυξη της μονάδας cloud της. Η χρηματιστηριακή της αξία εκτοξεύτηκε πάνω από 15%, ή σχεδόν 40 δισ. δολάρια.
Και μια πληθώρα εταιρειών αναδύεται για να βοηθήσει τις επιχειρήσεις να διαχειριστούν το υπολογιστικό τους φορτίο. Μια τέτοια εταιρεία, η Snowflake, αξίζει 108 δισ. δολάρια. Μια άλλη εταιρεία, η HashiCorp, εισήχθη στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης στις 8 Δεκεμβρίου και πλέον έχει χρηματιστηριακή αξία 15 δισ. δολάρια, τριπλάσια της τελευταίας ιδιωτικής της αποτίμησης το 2020.
Η πιο πρόσφατη εικόνα του νέφους και των τάσεων που τη διαμορφώνουν έγινε εμφανής αυτόν τον μήνα στο Re:Invent, το μεγαλύτερο συνέδριο υπολογιστικού νέφους στον κόσμο, που διοργανώνεται κάθε χρόνο στο Λας Βέγκας από την AWS. Τα πάνελ που αφορούσαν τη «βελτιστοποίηση του κόστους» και την «τιμολόγηση της AWS» ήταν αυτά με τη μεγαλύτερη προσέλευση.
Στη συνοδευτική έκθεση υπήρχαν περίπτερα όπου startups με ονόματα όπως CloudFix, Cloudwiry και Zesty προσφέρονταν να βοηθήσουν τους πελάτες να διαχειριστούν τη χρήση του cloud.
Το κύριο κίνητρο των επιχειρήσεων για μετάβαση στο νέφος δεν ήταν ποτέ το κόστος, αλλά η «επεκτασιμότητα»: Η πρόσβαση σε πρόσθετους υπολογιστικούς πόρους με μερικά κλικ. Αλλά η τιμολόγηση του cloud έχει γίνει πιο περίπλοκη αλλά και υψηλότερη, ενώ μερικές φορές συναγωνίζεται εκείνη των διαβόητα αδιαφανών παρόχων υγειονομικής περίθαλψης της Αμερικής.
Ο λογαριασμός της AWS ακόμη και ενός μικρού πελάτη όπως η Duckbill Group, μια άλλη εταιρεία συμβουλευτικών υπηρεσιών, μπορεί να ξεπερνά τις 30 σελίδες, καταγράφοντας λεπτομερώς το κόστος κάθε υπηρεσίας που χρησιμοποίησε, από το εύρος ζώνης στην Ινδία (0,01 δολάρια ανά αίτηση στον ιστότοπό της) έως έναν εικονικό διακομιστή στο Όρεγκον (83,59 δολάρια για το Amazon Elastic Compute Cloud που τρέχει λογισμικό ανοιχτού κώδικα).
Αυτό είναι φυσικό, λέει ο Corey Quinn, συνιδρυτής της Duckbill Group. Οι μεγάλοι πάροχοι cloud, όπως η AWS, η Azure και η GCP, είναι συγκερασμοί δεκάδων υπηρεσιών. Η AWS πωλεί περισσότερες από 200, από απλή αποθήκευση και επεξεργασία αριθμών έως κάθε είδους εξειδικευμένες βάσεις δεδομένων και προσφορές τεχνητής νοημοσύνης.
Κάθε μία χρεώνεται σύμφωνα με πολλαπλές παραμέτρους, όπως ο αριθμός των διακομιστών, ο χρόνος χρήσης ή τα μεταφερόμενα bytes. Στη συνέχεια έρχονται οι εκπτώσεις και οι ειδικές προσφορές.
Η κ. Wang και ο κ. Casado πρότειναν ότι οι επιχειρήσεις θα πρέπει να σκεφτούν να δημιουργήσουν τα δικά τους ιδιωτικά νέφη για να διατηρήσουν το κόστος σε χαμηλά επίπεδα. Μέχρι στιγμής ελάχιστες επιχειρήσεις έχουν επιλέξει έναν τέτοιο «επαναπατρισμό», ο οποίος είναι και ακριβός και δυσκολεύει τις επιχειρήσεις να απολαμβάνουν τα οφέλη των ουσιαστικά απεριόριστων υπολογιστικών πόρων στο δημόσιο νέφος.
Αντίθετα, οι επιχειρήσεις προσπαθούν να επαγγελματικοποιήσουν τις «οικονομικές λειτουργίες του cloud» (ή Fin Ops στην υποχρεωτική τεχνοκρατική συντομογραφία), συνδέοντας, για παράδειγμα, τα μπόνους των στελεχών που είναι υπεύθυνα για τη χρήση του cloud με τον έλεγχο του κόστους.
Προς το παρόν, η μέτρηση του οικονομικού αντίκτυπου του νέφους είναι μια επίπονη χειροκίνητη διαδικασία. Καθώς η χρήση του cloud αυξάνεται, θα πρέπει να αυτοματοποιηθεί, λέει η Lydia Leong της Gartner. Ορισμένες από αυτές θα ανατεθούν πιθανώς σε νεοσύστατες επιχειρήσεις του είδους που συνωστίζονται στο Re:Invent.
Ορισμένοι πωλούν ένα μείγμα συμβουλευτικών υπηρεσιών και εργαλείων λογισμικού για την αξιολόγηση της χρήσης του νέφους και την παροχή συμβουλών σχετικά με τη μείωση του κόστους. Η CloudFix, η οποία παρουσίασε την υπηρεσία της στο Λας Βέγκας, χρεώνει συνδρομή για να τρέξει τη διάρθρωση του συστήματος ενός πελάτη μέσω λογισμικού που βελτιστοποιεί την απόδοση του cloud του πελάτη.
Οι μεγάλες εταιρείες cloud έχουν λάβει υπόψη τους, τόσο τις ανερχόμενες επιχειρήσεις όσο και την αυξανόμενη γκρίνια των πελατών. Λίγο πριν από την εκδήλωση στο Λας Βέγκας η AWS ανακοίνωσε ότι θα αρχίσει να χρεώνει λιγότερο για τη μεταφορά δεδομένων στο διαδίκτυο, μειώνοντας τους λογαριασμούς εκατομμυρίων πελατών.
Τους βοηθά επίσης να εντοπίσουν τις εξοικονομήσεις, προσφέροντας, για παράδειγμα, έναν «απλό μηνιαίο υπολογιστή» (αν και φαίνεται μάλλον πολύπλοκος και διαθέτει ένα διαδικτυακό περιβάλλον εργασίας βγαλμένο από τα τέλη της δεκαετίας του 1990).
Στη Microsoft, το κόστος του νέφους Azure συχνά ενσωματώνεται στις «επιχειρηματικές συμφωνίες» (enterprise agreements), τις περιεκτικές συνδρομές που συνήθως υπογράφουν οι μεγάλες εταιρείες. Η GCP, που είναι η μικρότερη από τις τρεις κορυφαίες εταιρείες, «πιστεύει ακράδαντα» στο «πολλαπλό νέφος», λέει ο Amit Zavery, ανώτερο στέλεχος.
Με άλλα λόγια, στοχεύει να δώσει τη δυνατότητα στους πελάτες να επιλέξουν τις καλύτερες και φθηνότερες υπηρεσίες cloud από διαφορετικούς παρόχους (διευκολύνοντας τους έτσι να επιλέξουν τη Google).
Ακριβό, με δυνατότητα έκπτωσης
Ωστόσο, οι μεγάλοι πάροχοι δεν διευκολύνουν τη ζωή των πελατών παντού. Το νόημα του cloud computing είναι οι πελάτες να πληρώνουν μόνο για τη χρήση που κάνουν, ενώ συνδυάζουν διαφορετικές υπηρεσίες ανάλογα με τις ανάγκες τους.
Στην AWS η πολυπλοκότητα θεωρείται ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Η ποικιλία των υπηρεσιών της δημιουργείται ως επί το πλείστον από ανεξάρτητες ομάδες που μπορούν να καινοτομούν ταχύτερα (μεταξύ άλλων αλλάζοντας τον τρόπο χρέωσης των πελατών).
«Αποφασίσαμε να αφήσουμε τους προγραμματιστές μας να φτιάξουν ό,τι φτιάχνουν -και να απελευθερώσουν τη δημιουργικότητά τους», λέει ο Matt Garman, επικεφαλής πωλήσεων και μάρκετινγκ στην AWS.
Οι τρεις μεγάλοι πάροχοι έχουν επίσης τη συνήθεια να κάνουν φθηνή και εύκολη τη μεταφορά δεδομένων στα νέφη τους, αλλά ακριβή τη μεταφορά τους εκτός. Οι επικριτές κατηγορούν την AWS, και σε μικρότερο βαθμό την Azure και την GCP, ότι είναι ένα ψηφιακό «Hotel California», όπου μπορείτε να κάνετε check out όποτε θέλετε, αλλά δεν μπορείτε ποτέ να φύγετε. Ο εγκλωβισμός των πελατών με αυτόν τον τρόπο μπορεί να τους ωθήσει να χρησιμοποιήσουν άλλες υπηρεσίες.
Ο κ. Garman αντιτείνει ότι η υψηλότερη τιμή της μετακίνησης δεδομένων από ένα cloud («έξοδος» (egress) κατά το ιδιόλεκτο) αντανακλά το υψηλότερο κόστος αυτής της άσκησης. Σχεδόν εξ ορισμού, οι πελάτες φεύγουν με περισσότερα δεδομένα από όσα εισήλθαν.
Όποια και αν είναι η αλήθεια, τα μεγάλα περιθώρια μικτού κέρδους των παρόχων cloud -περισσότερο από 60% στην περίπτωση της AWS, σύμφωνα με τον χρηματιστή Bernstein- προσελκύουν τον ανταγωνισμό.
Τον Σεπτέμβριο η CloudFlare, η οποία βοηθά τους πελάτες να εξυπηρετούν διαδικτυακό περιεχόμενο και να αποκρούουν ψηφιακές επιθέσεις, εγκαινίασε μια νέα υπηρεσία αποθήκευσης δεδομένων η οποία δεν χρεώνει τις ψηφιακές εκροές.
Ο Matthew Prince, επικεφαλής της CloudFlare, λέει ότι αυτό θα πρέπει να «ξεκλειδώσει τις πραγματικές δυνατότητες του cloud», επιτρέποντας στις επιχειρήσεις να συνδυάζουν υπηρεσίες από διαφορετικούς παρόχους.
«Κάθε πάροχος cloud έχει διαφορετικά πλεονεκτήματα και αδυναμίες», λέει ο κ. Prince. Οι επενδυτές εξακολουθούν να βλέπουν τα δυνατά σημεία της CloudFlare: παρά την πρόσφατη διολίσθηση εν μέσω ενός γενικού παγώματος των μετοχών των νεοσύστατων τεχνολογικών εταιρειών η χρηματιστηριακή αξία της εταιρείας στα 45 δισ. δολάρια είναι οκταπλάσια από ό,τι ήταν μετά την αρχική δημόσια προσφορά της τον Σεπτέμβριο του 2019.
Εάν στοιχήματα όπως του κ. Prince αποδώσουν, ο κλάδος θα γίνει πιο ανταγωνιστικός. Όσον αφορά την Altinity, το ταμπλό της είναι απόρροια του προϊόντος της – μιας βάσης δεδομένων που βασίζεται στο cloud και επιτρέπει στους χρήστες να αναζητούν πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των λογαριασμών, σε πραγματικό χρόνο.
Εξετάζει το ενδεχόμενο να διαθέσει τον κώδικα του ταμπλό σε οποιονδήποτε μπορεί να τον χρησιμοποιήσει και να τον προσαρμόσει. Ώρα καλή στην πρύμνη του κι αέρα στα πανιά του.
© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά βρίσκεται στο www.economist.com