THEPOWERGAME
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες αρχίζουν να χρεώνουν πρόσθετες προμήθειες στους καταθέτες τους, αντιδρώντας στην απώλεια των καθαρών εσόδων από τόκους εδώ και μια δεκαετία που το κόστος δανεισμού κινείται σε ιστορικά χαμηλά εάν όχι αρνητικά επιτόκια.
Εκτός του ότι τα έσοδα από τα επιτόκια δανείων έχουν περιοριστεί αισθητά, η ΕΚΤ έχει μειώσει κάτω από το μηδέν το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων που σημαίνει πως οι τράπεζες επιβαρύνονται με επιπλέον κόστος για να παρκάρουν εκεί τα κεφάλαια τους. Εν μέσω της πανδημίας, όμως, αυξήθηκε ο όγκος των αποταμιεύσεων, ζημιώνοντας πιο πολύτους τραπεζικούς ισολογισμούς.
Στην Ισπανία, το φαινόμενο αυτό γίνεται αρκετά συχνό. Οι καταθέτες καλούνται να πληρώσουν για υπηρεσίες που κάποτε παρέχονταν δωρεάν. Στο πλαίσιο της συγχώνευσης της CaixaBank με την Bankia, η διοίκηση ενημέρωσε πάνω από 7 εκατομμύρια πελάτες πως θα χρεώνονται προμήθειες για τη χρήση υποκαταστημάτων, αναφέρει το πρακτορείο Reuters.«Ένα βασικό σκέλος των δραστηριοτήτων μας, η αποδοχή καταθέσεων, οδηγεί σε ζημιές», εξήγησε στο Reuters ο Γκονζάλο Γκορνταζάρ, διευθύνων σύμβουλος της CaixaBank.
Η BBVA, ένας άλλος τραπεζικός όμιλος της Ισπανίας, χρεώνει 2 ευρώ σε κάθε ανάληψη κάτω των 2.000 ευρώ που γίνεται από υποκατάστημα. Η Santander αποφάσισε να χρεώνει 240 ευρώ ανά έτος μόνον για τη διατήρηση ενός τραπεζικού λογαριασμού εάν δεν πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις.
Ανάλογη τακτική ακολουθούν οι τράπεζες στη Γερμανία. Οι νέοι πελάτες της DKB καλούνται να πληρώσουν προμήθεια για λογαριασμούς άνω των 25.000 ευρώ. Οι πελάτες της ING θα πληρώνουν 99 σεντς τον μήνα από τον επόμενο Μάρτιο για τις χρεωστικές τους κάρτες.
Ανάγκη για προσαρμογή σε μια νέα πραγματικότητα
Ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης S&P Global επεσήμανε σε πρόσφατη έκθεση πως οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα πρέπει να μην εξαρτώνται τόσο στα έσοδα από τόκους και να επικεντρωθούν σε άλλες πιο κερδοφόρες δραστηριότητες. Υπογράμμισε, ωστόσο, πως είναι δύσκολο να απαγκιστρωθούν από παλαιές συνήθειες. «Παρά τις απόπειρες για διαφοροποίηση, τα καθαρά έσοδα από τόκους αναλογούσαν στο 58,9% των συνολικών εσόδων τους στα τέλη του περσινού έτους».
Η πρόκληση για τις ισπανικές τράπεζες είναι μεγαλύτερη συγκριτικά με τους ανταγωνιστές στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η αναλογία εσόδων από προμήθειες και χρεώσεις ως προς το σύνολο των καθαρών λειτουργικών εσόδων κινήθηκε περίπου στο 25%, χαμηλότερα από το 32% που είναι ο μέσος όρος για όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες, αρκετά πιο κάτω από το 40% που ισχύει για τις ιταλικές τράπεζες και το 37% για τις γερμανικές, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής.
Καθώς οι τράπεζες στρέφονται γενικά στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες, οι αρχές προβληματίζονται από αυτήν την αναδίπλωση της φυσικής παρουσίας τους ιδιαίτερα σε περιοχές που δεν είναι πυκνοκατοικημένες. Αυτήν την ανησυχία εξέφρασε η Τράπεζα της Ισπανίας. «Αν και το κλείσιμο υποκαταστημάτων σε περιοχές εκτός πόλεων αιτιολογείται από την ανάγκη για τόνωση της κερδοφορίας και την πτώση της ζήτησης, ο πληθυσμός επηρεάζεται ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στα μετρητά όπου δεν υπάρχει πρόσβαση μέσω άλλων υπηρεσιών».