THEPOWERGAME
Αν η ΕΚΤ δεν συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα που θα διαδεχθεί το PEPP μετά τον Μάρτιο, θα έχει κάνει ένα σοβαρό και αχρείαστο λάθος, εκτιμά η Capital Economics και προβλέπει ότι η κατ’ εξαίρεση επιλεξιμότητα των ελληνικών τίτλων θα είναι το βασικό χαρακτηριστικό που θα κληρονομήσει το νέο APP.
Η Capital Economics προσπαθεί να ξεκαθαρίσει το καθεστώς που θα ισχύει μετά τον Μάρτιο του 2022, όταν θα λήξει το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, εξετάζοντας όλα τα δεδομένα για τις αποφάσεις που θα λάβουν οι κεντρικοί τραπεζίτες της Ευρωζώνης στις 16 Δεκεμβρίου. Η Ελλάδα είναι από τις χώρες που ενδιαφέρονται περισσότερο για τις κρίσιμες αποφάσεις της ΕΚΤ γιατί τα ελληνικά ομόλογα είναι τα μοναδικά που συμμετέχουν στο PEPP κατ’ εξαίρεση και λόγω των συνθηκών της πανδημίας.
Η συνέχιση του προγράμματος αγοράς ομολόγων – APP είναι δεδομένη, ωστόσο δεν έχει γίνει ακόμη γνωστό το ύψος των μηνιαίων αγορών. Στη Φρανκφούρτη συζητείται η προσαρμογή του APP στις νέες συνθήκες και η Capital Economics προβλέπει ότι οι μηνιαίες αγορές θα διπλασιαστούν στα 40 δισ. ευρώ, από 20 δισ. ευρώ σήμερα.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες συζητούν επίσης τις ευελιξίες του έκτακτου PEPP που θα περάσουν στο αναπροσαρμοσμένο APP, όπως η κατάργηση του ορίου του 33% για κάθε εκδότη. Στις διαπραγματεύσεις κεντρικό ρόλο έχουν και τα ελληνικά ομόλογα γιατί με τα σημερινά δεδομένα δεν είναι επιλέξιμα για το APP, επομένως η ΕΚΤ θα σταματήσει να τα αγοράζει μετά τον Μάρτιο.
Η ΕΚΤ δεν θα αλλάξει δραματικά τους κανόνες του APP, σύμφωνα με την Capital Economics, αλλά θα συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα σε αυτό. Η βρετανική εταιρεία οικονομικών μελετών επισημαίνει ότι οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων έχουν υποχωρήσει στο επίπεδο των ιταλικών από τα τέλη του 2019 και αν δεν συνεχιστούν οι αγορές από την ΕΚΤ, τότε η διαφορά των αποδόσεων μπορεί να μεγαλώσει μετά τον Μάρτιο.
Σε κάθε περίπτωση, η Capital Economics πιστεύει ότι το waiver που επιτρέπει την κατ΄ εξαίρεση συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στις πράξεις της ΕΚΤ, δεν θα χρειάζεται για πολύ από τη στιγμή που ο οίκος αξιολόγησης S&P χαρακτηρίζει «θετικές» τις προοπτικές της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας. Η S&P αξιολογεί την Ελλάδα δύο βαθμίδες χαμηλότερα από την «επενδυτική βαθμίδα» που χρειάζεται η ΕΚΤ για να κρίνει επιλέξιμα τα ελληνικά ομόλογα. Στο ίδιο επίπεδο «BB» είναι και οι αξιολογήσεις των Fitch και DBRS, ενώ η Moody’s είναι μία βαθμίδα χαμηλότερα.