THEPOWERGAME
Τους τελευταίους μήνες η παγκόσμια οικονομία έχει καταλήξει να μοιάζει με κακοζεσταμένο φαγητό σε φούρνο μικροκυμάτων: Γενικά ζεστή, αλλά με μερικά κομμάτια απλώς χλιαρά και άλλα θετικά καυτά. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, φέτος, οι τιμές καταναλωτή παγκοσμίως είναι πιθανό να αυξηθούν κατά 4,8%, που θα είναι η ταχύτερη αύξηση από το 2007.
Όμως οι αυξήσεις των τιμών στις αναδυόμενες αγορές τρέχουν μπροστά από εκείνες του πλούσιου κόσμου, και μερικές άτυχες, όπως η Αργεντινή, η Βραζιλία και η Τουρκία, αισθάνονται ιδιαίτερο πόνο. Η εμπειρία τους βοηθά να κατανοήσουμε πώς και πότε ο πληθωρισμός μπορεί να ξεφύγει από τον έλεγχο.
Αν και τα ποσοστά πληθωρισμού στις αναδυόμενες αγορές τείνουν να είναι υψηλότερα και πιο ασταθή από εκείνα των προηγμένων οικονομιών, γενικά, μεταξύ της δεκαετίας του 1970 και του 2010, μειώθηκαν, όπως και εκείνα του πλούσιου κόσμου. Το μέσο ποσοστό πληθωρισμού μεταξύ των αναδυόμενων οικονομιών μειώθηκε από 10,6% το 1995 σε 5,4% το 2005 και 2,7% το 2015, χάρη σε εξελίξεις που ενίσχυσαν την αποδοτικότητα, όπως η παγκοσμιοποίηση και η βελτίωση της χάραξης μακροοικονομικής πολιτικής.
Φέτος, το ΔΝΤ αναμένει ότι οι τιμές καταναλωτή στις αναδυόμενες οικονομίες θα αυξηθούν κατά 5,8%, γεγονός που δεν αποτελεί τεράστια απόκλιση από τις πρόσφατες τάσεις. Οι τιμές είχαν αυξηθεί με παρόμοιο ρυθμό και το 2012. Αλλά ορισμένες οικονομίες έχουν ξεφύγει πολύ πάνω από τον μέσο όρο. Στη Βραζιλία ο πληθωρισμός βρίσκεται στο 10,2%, στην Τουρκία στο 19,9% και στην Αργεντινή στο 52,5%.
Ένας τόσο υψηλός πληθωρισμός αντανακλά πολλά περισσότερα από την εκτίναξη των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας. Στις προηγμένες οικονομίες, όπως και σε πολλές αναδυόμενες, το άλμα στις τιμές πυροδοτεί συνήθως μια αντίδραση ανάσχεσης από την κεντρική τράπεζα. Η αντίδραση αυτή είναι πιο έντονη όταν οι κεντρικές τράπεζες είναι αξιόπιστες, π.χ. επειδή ο πληθωρισμός στο παρελθόν ήταν χαμηλός, και η δημοσιονομική εικόνα είναι καλή.
Σε αυτή την περίπτωση οι άνθρωποι συμπεριφέρονται σαν η άνοδος των τιμών να μην διαρκέσει – μετριάζοντας, για παράδειγμα, τις μισθολογικές απαιτήσεις – γεγονός που μειώνει τις πληθωριστικές πιέσεις.
Αυτή η ευτυχής κατάσταση μπορεί να διαταραχθεί με διάφορους τρόπους. Η απεμπόληση της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας είναι μερικές φορές αρκετή για να ανεβάσει τη θερμοκρασία.
Ο πρόεδρος της Τουρκίας Recep Tayyip Erdogan, έχει δηλώσει ότι είναι εχθρός των κερδών από τόκους και πίεσε την Κεντρική Τράπεζα να μειώσει το επιτόκιο αναφοράς της, μια κίνηση που ισχυρίζεται ότι θα μειώσει τον πληθωρισμό. Και βέβαια, κατά καιρούς απολύει αρκετούς από τους αξιωματούχους της.
Η πιο πρόσφατη απόλυση ήταν τον Οκτώβριο, όταν απέπεμψε τρία μέλη της επιτροπής νομισματικής πολιτικής της Τράπεζας. Τέτοιου είδους ανόητες κινήσεις συνέβαλαν στην εκροή κεφαλαίων και στην πτώση της λίρας. Η πτώση του νομίσματος, και η συνακόλουθη αύξηση του κόστους των εισαγωγών, συνέβαλαν το τελευταίο έτος στην αύξηση του πληθωρισμού κατά οκτώ περίπου ποσοστιαίες μονάδες, ένα ποσοστό περίπου τετραπλάσιο του στόχου της κεντρικής τράπεζας.
Η Βραζιλία δείχνει πως ο πληθωρισμός μπορεί να ξεφύγει από τον έλεγχο λόγω των δημοσιονομικών προβλημάτων, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της κεντρικής τράπεζας. Αφού στις αρχές της δεκαετίας του 1990 βίωσε μια περίοδο υπερπληθωρισμού, με τον ετήσιο πληθωρισμό να αγγίζει το 3.000%, η Βραζιλία τέθηκε σε σταθερότερη μακροοικονομική βάση υιοθετώντας δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις και ενισχύοντας την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας.
Όμως, από το 2014 έως το 2016, και ξανά κατά το προηγούμενο έτος, η ικανότητα της κεντρικής τράπεζας να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό απειλήθηκε εξαιτίας τη διάβρωση της εμπιστοσύνης στα δημόσια οικονομικά.
Από την έναρξη της πανδημίας, οι κυβερνητικές δαπάνες στη Βραζιλία έχουν αυξηθεί. Ο πρόεδρος Jair Bolsonaro σχεδιάζει να παρατείνει τις αποζημιώσεις «ειδικού σκοπού» παρά την έξαρση του πληθωρισμού.
Οι ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέους έχουν μειώσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, οδηγώντας σε πτώση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων και σε ένα πιο αδύναμο νόμισμα. Παρά την άνθηση της ξένης ζήτησης για τις εξαγωγές βασικών εμπορευμάτων της Βραζιλίας, το Ρεάλ έχει υποχωρήσει κατά σχεδόν 30% από τις αρχές του 2020.
Οι υψηλότερες τιμές των εισαγωγών συνέβαλαν στον επίμονα υψηλό πληθωρισμό, αναγκάζοντας την κεντρική τράπεζα να αυξήσει από τον Μάρτιο το επιτόκιο αναφοράς της κατά σχεδόν έξι ποσοστιαίες μονάδες. Ωστόσο, τα επιτόκια μπορεί να πλησιάζουν σε επίπεδα στα οποία το πρόσθετο δημοσιονομικό κόστος που επιβάλλουν στην κυβέρνηση επιδεινώνει τις ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέους και αποδυναμώνει περαιτέρω το νόμισμα, αφήνοντας την κεντρική τράπεζα σε δύσκολη θέση.
Από τα τέλη Οκτωβρίου μόνο, το Ρεάλ έχει υποχωρήσει κατά σχεδόν 2,5% – αφού η κεντρική τράπεζα αύξησε τα επιτόκια κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα και υποσχέθηκε να κάνει το ίδιο και πάλι στην επόμενη συνεδρίασή της τον Δεκέμβριο.
Αλλά τι συμβαίνει αν δεν μπορείς να βασιστείς ούτε στη νομισματική ούτε στη δημοσιονομική πολιτική για οικονομική πειθαρχία; Αυτό το ερώτημα έρχεται να το απαντήσει η Αργεντινή. Η κυβέρνηση βασίζεται εδώ και καιρό στα εκτυπωτήρια για να καλύψει τα δημοσιονομικά ελλείμματα και έχει ιδιαίτερη ανάγκη από νομισματική χρηματοδότηση από τον Μάιο του 2020, τότε που αθέτησε το χρέος της για ένατη φορά στην ιστορία της. Τα τελευταία δύο χρόνια η ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό άνω του 50%. Από τις αρχές του περασμένου έτους το Πέσο έχει υποχωρήσει πάνω από 60% έναντι του δολαρίου.
Το τελευταίο διάστημα η Αργεντινή βίωσε υπερπληθωρισμό, όπως και η Βραζιλία. Η οικονομική της κατάσταση μπορεί ακόμη να διασωθεί. Καθώς όμως οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής τόσο στις πλούσιες όσο και στις φτωχές χώρες αντιμετωπίζουν το τεράστιο οικονομικό και δημοσιονομικό κόστος της Covid-19, ορισμένοι μπορεί να μπουν στον πειρασμό να παρεκκλίνουν από τους κανόνες της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής., Για ορισμένα δυστυχή μέρη, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι ένας πληθωρισμός πολύ καυτός για οποιαδήποτε διαχείριση.
© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά βρίσκεται στο www.economist.com