THEPOWERGAME
Τον επόμενο μήνα οι παγκόσμιοι ηγέτες θα συναντηθούν στο πλαίσιο της συνόδου κορυφής COP26, όπου θα δηλώσουν ότι σκοπεύουν να χαράξουν πορεία για καθαρές μηδενικές παγκόσμιες εκπομπές άνθρακα έως το 2050.
Και ενώ ετοιμάζονται να αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογεί σε αυτή την 30ετή προσπάθεια, η πρώτη μεγάλη ενεργειακή κρίση της πράσινης εποχής εκτυλίσσεται ήδη μπροστά στα μάτια τους.
Από τον Μάιο η τιμή του καλαθιού του πετρελαίου, του άνθρακα και του φυσικού αερίου έχει εκτοξευθεί κατά 95%. Η Βρετανία, η οικοδέσποινα της συνόδου κορυφής, έθεσε ξανά σε λειτουργία τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα, η τιμή της βενζίνης στην Αμερική έφτασε τα 3 δολάρια το γαλόνι, τα μπλακ άουτ αποτελούν πλέον μέρος της καθημερινότητας στην Κίνα και την Ινδία, ενώ ο Vladimir Putin μόλις υπενθύμισε στην Ευρώπη ότι ο εφοδιασμός της με καύσιμα εξαρτάται από τη ρωσική καλή θέληση.
Ο πανικός είναι μια υπενθύμιση ότι η σύγχρονη ζωή χρειάζεται άφθονη ενέργεια: χωρίς αυτήν, οι λογαριασμοί εκτοξεύονται στα ύψη, τα σπίτια παγώνουν από το κρύο και οι επιχειρήσεις αποτελματώνονται.
Καθώς ο κόσμος μετατοπίζεται σε ένα καθαρότερο ενεργειακό σύστημα, ο πανικός αποκάλυψε κάποια βαθύτερα προβλήματα, συμπεριλαμβανομένων των ανεπαρκών επενδύσεων στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και σε ορισμένα μεταβατικά ορυκτά καύσιμα, των αυξανόμενων γεωπολιτικών κινδύνων και των ισχνών αποθεμάτων ασφαλείας στις αγορές ενέργειας.
Αν δεν υπάρξουν γρήγορες μεταρρυθμίσεις θα υπάρξουν περισσότερες ενεργειακές κρίσεις και, ίσως, μια λαϊκή εξέγερση κατά των πολιτικών για το κλίμα.
Το 2020, η ιδέα μιας τέτοιας έλλειψης φαινόταν ανόητη καθώς η παγκόσμια ζήτηση μειώθηκε κατά 5% – η μεγαλύτερη που έγινε ποτέ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως απάντηση, η ενεργειακή βιομηχανία προχώρησε σε μέτρα περιορισμού του κόστους.
Καθώς όμως η παγκόσμια οικονομία ανέκαμψε, η ζήτηση αυξήθηκε, ενώ, τα αποθέματα μειώθηκαν επικίνδυνα. Τα αποθέματα πετρελαίου ανέρχονται μόλις στο 94% του συνήθους επιπέδου τους, τα ευρωπαϊκά αποθέματα φυσικού αερίου στο 86% και ο ινδικός και κινεζικός άνθρακας κάτω από το 50%.
Οι έντονα ρυθμισμένες αγορές είναι ευάλωτες στους κλυδωνισμούς και την περιοδικότητα ορισμένων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ο κατάλογος των απορρυθμίσεων περιλαμβάνει τη συνήθη συντήρηση, τα ατυχήματα, την πολύ μικρή αιολική ενέργεια στην Ευρώπη, τις ξηρασίες που έχουν μειώσει την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας στη Λατινική Αμερική και τις ασιατικές πλημμύρες που έχουν εμποδίσει τις παραδόσεις άνθρακα.
Ο κόσμος μπορεί ακόμη να ξεφύγει από μια σοβαρή ενεργειακή ύφεση: οι δυσλειτουργίες μπορούν να αποκατασταθούν, ενώ η Ρωσία και ο OPEC μπορεί να αυξήσουν απρόθυμα την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ωστόσο, το κόστος θα είναι τουλάχιστον υψηλότερος πληθωρισμός και βραδύτερη ανάπτυξη. Και, καθ’ οδόν μπορεί να υπάρξουν κι άλλες τέτοιες πιέσεις.
Τρία είναι τα βασικά προβλήματα. Πρώτον, οι ενεργειακές επενδύσεις είναι στο μισό του επιπέδου που απαιτείται για να επιτευχθεί, έως το 2050, ο φιλόδοξος στόχος για καθαρές μηδενικές εκπομπές.
Οι δαπάνες για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας πρέπει να αυξηθούν, ενώ, η προσφορά και η ζήτηση για ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα πρέπει παράλληλα να μειωθούν, χωρίς όμως να δημιουργηθούν επικίνδυνες αναντιστοιχίες.
Τα ορυκτά καύσιμα καλύπτουν το 83% της ζήτησης πρωτογενούς ενέργειας, ένα ποσοστό που πρέπει να μειωθεί προς το μηδέν. Ταυτόχρονα, το μείγμα πρέπει να μετατοπιστεί από τον άνθρακα και το πετρέλαιο στο φυσικό αέριο που έχει λιγότερες από τις μισές εκπομπές του άνθρακα.
Αλλά, από το 2015, οι νομικές απειλές, η πίεση των επενδυτών και ο φόβος των κανονισμών έχουν οδηγήσει τις επενδύσεις στα ορυκτά καύσιμα σε πτώση της τάξεως του 40%.
Το αέριο είναι το ευαίσθητο σημείο. Πολλές χώρες, ιδίως στην Ασία, το χρειάζονται ως καύσιμο-γέφυρα στις δεκαετίες του 2020 και του 2030, και στρέφονται σε αυτό προσωρινά, καθώς εγκαταλείπουν τον άνθρακα, αλλά πριν από την αύξηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Εκτός από τη χρήση αγωγών, οι περισσότερες εισάγουν υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG). Ελάχιστα έργα τίθενται σε λειτουργία. Σύμφωνα με την εταιρεία ερευνών Bernstein, το παγκόσμιο έλλειμμα σε δυναμικότητα υγροποιημένου φυσικού αερίου θα μπορούσε να αυξηθεί από το 2% της ζήτησης τώρα σε 14% έως το 2030.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι η γεωπολιτική, καθώς οι πλούσιες δημοκρατίες εγκαταλείπουν την παραγωγή ορυκτών καυσίμων, μετατοπίζοντας την προσφορά στις απολυταρχίες οι οποίες έχουν λιγότερους ενδοιασμούς και χαμηλότερο κόστος, συμπεριλαμβανομένης αυτής του κ. Putin.
Το μερίδιο της παραγωγής πετρελαίου από τον OPEC και τη Ρωσία μπορεί να αυξηθεί από 46% σήμερα σε 50% ή και περισσότερο έως το 2030. Η Ρωσία είναι η πηγή του 41% των εισαγωγών φυσικού αερίου της Ευρώπης και η επιρροή της θα αυξηθεί καθώς ανοίγει τον αγωγό Nord Stream 2 και αναπτύσσει αγορές στην Ασία. Ο πανταχού παρών κίνδυνος είναι να περιορίσει την προμήθεια.
Το τελευταίο πρόβλημα είναι ο λανθασμένος σχεδιασμός των αγορών ενέργειας. Η απελευθέρωση, από τη δεκαετία του 1990, οδήγησε πολλές χώρες να περάσουν από τις παρηκμασμένες κρατικές ενεργειακές βιομηχανίες στα ανοικτά συστήματα στα οποία οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου καθορίζονται από τις αγορές, οι οποίες προμηθεύονται από ανταγωνιστικούς προμηθευτές που προσθέτουν προσφορά εάν οι τιμές εκτοξευθούν.
Όμως αυτά τα συστήματα δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν τη νέα πραγματικότητα της μείωσης της παραγωγής ορυκτών καυσίμων, των αυταρχικών προμηθευτών και του αυξανόμενου ποσοστού της περιοδικής ηλιακής και αιολικής ενέργειας.
Ακριβώς όπως η Lehman Brothers βασίστηκε στο δανεισμό μιας ημέρας, έτσι και ορισμένες εταιρείες ενέργειας εγγυώνται στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις προμήθειες που αγοράζουν σε μια αναξιόπιστη αγορά spot.
Ο κίνδυνος είναι ότι το σοκ επιβραδύνει το ρυθμό της αλλαγής. Αυτή την εβδομάδα ο πρωθυπουργός της Κίνας Li Keqiang, δήλωσε ότι η ενεργειακή μετάβαση πρέπει να είναι «υγιής και με καλό ρυθμό», που μεταφράζεται σε χρήση άνθρακα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Η κοινή γνώμη στη Δύση, συμπεριλαμβανομένης της Αμερικής, υποστηρίζει την καθαρή ενέργεια, αλλά θα μπορούσε να αλλάξει καθώς οι υψηλές τιμές «δαγκώνουν».
Οι κυβερνήσεις χρειάζεται να αντιδράσουν επανασχεδιάζοντας τις αγορές ενέργειας.
Χρειάζονται μεγαλύτερα αποθέματα ασφαλείας για να απορροφούν τις ελλείψεις και να αντιμετωπίζουν την περιοδικότητα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Οι προμηθευτές ενέργειας θα πρέπει να διατηρούν περισσότερα αποθέματα, όπως οι τράπεζες κεφάλαια.
Οι κυβερνήσεις μπορούν να προσκαλέσουν τις επιχειρήσεις να υποβάλουν προσφορές για συμβόλαια παροχής εφεδρικής ενέργειας. Τα περισσότερα αποθέματα θα είναι σε φυσικό αέριο, αλλά τελικά οι τεχνολογίες μπαταριών και υδρογόνου θα μπορούσαν να πάρουν τη θέση που τους αναλογεί.
Περισσότερα πυρηνικά εργοστάσια, η δέσμευση και η αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα ή και τα δύο είναι ζωτικής σημασίας για την παροχή ενός βασικού φορτίου καθαρής και αξιόπιστης ενέργειας.
Μια πιο διαφοροποιημένη προσφορά μπορεί να αποδυναμώσει την εξάρτηση από τα αυταρχικά πετρελαϊκά κράτη όπως η Ρωσία. Σήμερα, αυτό μεταφράζεται σε ανάπτυξη των επιχειρήσεων LNG.
Με την πάροδο του χρόνου θα απαιτηθεί περισσότερο παγκόσμιο εμπόριο ηλεκτρικής ενέργειας, ώστε οι μακρινές αιολικές ή ηλιόλουστες χώρες που διαθέτουν ανανεώσιμη ενέργεια να μπορούν να την εξάγουν. Σήμερα μόνο το 4% της ηλεκτρικής ενέργειας στις πλούσιες χώρες διακινείται διασυνοριακά, σε σύγκριση με το 24% του παγκόσμιου φυσικού αερίου και το 46% του πετρελαίου.
Η κατασκευή υποθαλάσσιων δικτύων είναι μέρος της απάντησης και η μετατροπή της καθαρής ενέργειας σε υδρογόνο και η μεταφορά του με πλοία θα ήταν επίσης μια καλή χείρα βοηθείας.
Όλα αυτά θα απαιτήσουν υπερδιπλασιασμό των κεφαλαιουχικών δαπανών για την ενέργεια, που σημαίνει 4-5 τρισ. δολάρια ετησίως. Ωστόσο, από τη σκοπιά των επενδυτών, η πολιτική είναι αινιγματική.
Πολλές χώρες έχουν δεσμευτεί για μηδενικές εκπομπές, αλλά δεν έχουν κανένα σχέδιο για το πώς θα τις πετύχουν, ενώ, δεν έχουν ακόμη συμφωνήσει με το κοινό ότι οι λογαριασμοί και οι φόροι πρέπει να αυξηθούν.
Μια κινητή γιορτή επιδοτήσεων για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ρυθμιστικά και νομικά εμπόδια καθιστούν τις επενδύσεις σε έργα ορυκτών καυσίμων πολύ επικίνδυνες. Η ιδανική απάντηση είναι μια παγκόσμια τιμή άνθρακα που θα μειώνει συστηματικά τις εκπομπές, θα βοηθά τις επιχειρήσεις να κρίνουν ποια έργα θα αποφέρουν κέρδη και θα αυξάνει τα φορολογικά έσοδα για να στηρίξει τους χαμένους της ενεργειακής μετάβασης.
Ωστόσο, τα συστήματα τιμολόγησης καλύπτουν μόνο το ένα πέμπτο του συνόλου των εκπομπών. Το μήνυμα από το σοκ είναι ότι οι ηγέτες στην COP26 πρέπει να προχωρήσουν πέρα από τις υποσχέσεις και να αντιμετωπίσουν τα ψιλά γράμματα της ενεργειακής μετάβασης. Πόσο μάλλον όταν συναντώνται υπό το φως λαμπτήρων που λειτουργούν με άνθρακα.
© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά βρίσκεται στο www.economist.com