THEPOWERGAME
Μία μεταβατική περίοδο που ξεκινά το 2022 και ολοκληρώνεται το 2025, κατά την οποία η ΕΚΤ θα εγκαταλείψει το QE ως βασικό εργαλείο νομισματικής πολιτικής και θα ρίξει μεγαλύτερο βάρος στο «forward guidance» σχετικά με τα επιτόκια στη μετά την πανδημία εποχή, προβλέπει η Goldman Sachs και τοποθετεί την πρώτη αύξηση επιτοκίων στο τέλος αυτής της περιόδου και μέσα στο 2025.
Τα στελέχη της ΕΚΤ έχουν εκφράσει την αισιοδοξία τους σχετικά με τις προοπτικές του πληθωρισμού, παρά το γεγονός ότι η οικονομία έχει αρχίσει να επιβραδύνει και οι αποδόσεις των ομολόγων ενισχύονται, αναφέρει η αμερικανική τράπεζα.
Πρόσφατες δηλώσεις δείχνουν ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερη διάθεση για περαιτέρω χαλάρωση της πολιτικής μέσω του QE, αλλά υπάρχει ισχυρή στήριξη της αντίληψης ότι τα επιτόκια πρέπει να παραμείνουν αμετάβλητα κατά τη διάρκεια της ανάκαμψης.
Στη συνεδρίαση της ΕΚΤ τον Δεκέμβριο, η Goldman αναμένει ότι θα συμφωνηθεί η περαιτέρω μείωση των αγορών μέσω του PEPP για το α’ τρίμηνο του 2022, δεδομένης της συνεχιζόμενης ανάκαμψης και των πληθωριστικών προσδοκιών.
Οι μηνιαίες αγορές από 70 δισ. ευρώ στο δ’ τρίμηνο 2021, θα μειωθούν στα 50 δισ. ευρώ στο α’ τρίμηνο 2022, ωστόσο η απόφαση αυτή μπορεί να επηρεαστεί από την επιβράδυνση της ανάκαμψης.
Σύμφωνα με την Goldman, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ θα συμφωνήσει επίσης σε μία προσωρινή «γέφυρα» του QE που θα εφαρμοστεί μετά τον Μάρτιο αλλά δεν θα συνοδεύεται από μεγάλη αύξηση των αγορών του APP, που είναι το QE που ίσχυε και πριν την πανδημία.
Η βασική πρόβλεψη της τράπεζας αναφέρει ότι το PEPP θα περιοριστεί σταδιακά και η ΕΚΤ θα εξαντλήσει το σύνολο του ποσού που έχει δεσμεύσει έως τα μέσα του 2022. Μία εναλλακτική θα ήταν να υπάρξει μία γέφυρα του APP, με ένα επιπλέον ποσό αγορών της τάξης των 120 δισ. ευρώ να πραγματοποιούνται σε ορίζοντα έξι μηνών.
Οι πιθανότητες εφαρμογής μιας γέφυρας του APP θα αυξηθούν αν η ΕΚΤ μειώσει λιγότερο από το αναμενόμενο τις αγορές ομολόγων μέσω του PEPP τους επόμενους μήνες.
Προβλέπεται επίσης ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει το πρόγραμμα APP έως το τέλος του 2023 με αγορές 20 δισ. ευρώ μηνιαίως και όχι έως τα μέσα του έτους που εκτιμούσε μέχρι σήμερα, γιατί θα επιδιώξει να ενισχύσει την αξιοπιστία του forward guidance και να περιορίσει τις επιπτώσεις από την πιο σφιχτή νομισματική πολιτική που θα εφαρμόζεται διεθνώς.