THEPOWERGAME
Διαβάζοντας κανείς το σχέδιο προϋπολογισμού που επιθυμούν οι Δημοκρατικοί αντιλαμβάνεται, ανάλογα με τον τρόπο ανάγνωσης, ότι σηματοδοτεί μια νέα εποχή για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στην Αμερική.
Κάποτε υπολειπόμενη σε σχέση με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, η ταχέως αναπτυσσόμενη βιομηχανία κατέχει πλέον κεντρική θέση στο σχέδιο του Joe Biden για την απαλλαγή του δικτύου από τις εκπομπές άνθρακα.
Εξ’ ου και τα γενναιόδωρα φορολογικά κίνητρα των Δημοκρατικών στις εταιρείες αιολικής και ηλιακής ενέργειας, η γραμμή στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας να αγοράζουν περισσότερη από την ηλεκτρική ενέργεια που παράγουν και η τιμωρία εκείνων που δεν το κάνουν.
Η κυβέρνηση πιστεύει ότι η προώθηση των εταιρειών αιολικής και ηλιακής ενέργειας θα τους δώσει, έως το 2030, τη δυνατότητα να προμηθεύουν πάνω από το ήμισυ της ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας.
Ωστόσο, υπάρχουν λόγοι για μια πιο προσεκτική ανάγνωση των προοπτικών του κλάδου. Ακόμα και αν τα περισσότερα από αυτά τα ενθαρρυντικά μέτρα κατάφερναν να ενταχθούν στη νομοθεσία, αυτό θα γινόταν σε κομματική βάση, γεγονός που θα τα καθιστούσε ευάλωτα σε μια ρεπουμπλικανική κυβέρνηση λιγότερο φιλική προς τις ανανεώσιμες, όπως η προηγούμενη, και ενδεχομένως, και η επόμενη.
Ο Donald Trump, ο οποίος ψευδώς ισχυρίστηκε ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι ακριβές και άχρηστες, και ότι οι ανεμογεννήτριες προκαλούν καρκίνο, προσπάθησε να ακρωτηριάσει τη βιομηχανία προς όφελος των παραγωγών ορυκτών καυσίμων και των λομπιστών με τους οποίους επάνδρωσε την κυβέρνησή του.
Κατέστρεψε την κύρια προσπάθεια του Barack Obama να μειώσει τις εκπομπές των θερμικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, από την οποία θα κέρδιζαν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Παρακώλυσε την ηλιακή βιομηχανία με εισαγωγικούς δασμούς.
Κατέστησε τις δημόσιες γαίες και θάλασσες ανοιχτές στην εξερεύνηση πετρελαίου και φυσικού αερίου, αλλά όχι στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Η κυβέρνησή του έθαψε επίσης επίσημες μελέτες υπέρ των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, στις οποίες βασίζονται οι επενδυτές, και ενέκρινε ένα κλάσμα των αιολικών και ηλιακών έργων που είχε εγκρίνει ο προκάτοχός του.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι μια δεύτερη κυβέρνηση Trump (που είναι πολύ πιθανή) θα επιμείνει σε μια τολμηρή στρατηγική υπέρ των ανανεώσιμων. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ο κ. Trump έχει πολιτικοποιήσει το θέμα ευρύτερα στο κόμμα του.
Οι περισσότεροι Ρεπουμπλικάνοι πολιτικοί έχουν τουλάχιστον συναινέσει στην άνοδο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας – και γι’ αυτό το Κογκρέσο ανανεώνει τακτικά τις φορολογικές απαλλαγές – ακόμη και όταν αντιτίθενται σε μια ξεκάθαρη πολιτική για την αλλαγή του κλίματος.
Ωστόσο, ο κ. Trump ενέπνευσε εκστρατείες κατά των ανανεώσιμων σε αρκετές πολιτείες, όπως στη Βόρεια Καρολίνα, τη Βόρεια Ντακότα και το Τέξας, το οποίο έχει τη μεγαλύτερη συνδυασμένη αιολική και ηλιακή ισχύ από οποιαδήποτε άλλη.
Ο φιλόδοξος κυβερνήτης του, Greg Abbott, κατηγόρησε για τη καταστροφική αποτυχία του δικτύου τον Φεβρουάριο τη διαλείπουσα αιολική ενέργεια -παρά τα επίσημα ευρήματα ότι κυρίως έφταιγαν οι κακοσυντηρημένες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής φυσικού αερίου – και διέταξε τη ρυθμιστική αρχή της πολιτείας να επιβάλει κυρώσεις στη βιομηχανία των ανανεώσιμων.
Πρόκειται για μια πολιτική του κνούτου. Ακόμα και χωρίς επιδοτήσεις, η αιολική και η ηλιακή ενέργεια είναι συχνά η φθηνότερη νέα διαθέσιμη πηγή, οπότε είναι βέβαιο ότι θα αυξηθεί. Είναι επίσης δημοφιλείς, αφού έχουν δημιουργήσει πολλές θέσεις εργασίας, ιδίως σε ρεπουμπλικανικές πολιτείες.
Η Αϊόβα, το Τέξας, η Οκλαχόμα και το Κάνσας είναι οι κορυφαίοι παραγωγοί αιολικής ενέργειας στη χώρα. Το Τέξας απασχολεί σχεδόν τόσους εργαζόμενους στην αιολική, ηλιακή ενέργεια και την αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας όσο ολόκληρη η εξορυκτική βιομηχανία για την οποία ο κ. Trump συνήθιζε να καυχιέται. Γιατί όμως οι Ρεπουμπλικάνοι ηγέτες δεν πείθονται περισσότερο από τέτοια οφέλη;
Ο κύριος λόγος είναι γνωστός. Το αμερικανικό λόμπι των ορυκτών καυσίμων είναι καλά οργανωμένο, αδίστακτο και προσκολλημένο στη δεξιά. Κάποτε διασκορπισμένο σε όλη τη χώρα, τώρα βρίσκεται συγκεντρωμένο σε μια χούφτα από τις ίδιες συντηρητικές πολιτείες, ιδίως το Τέξας και η Οκλαχόμα, όπου κανένας εκλεγμένος Ρεπουμπλικάνος δεν τολμά να το αψηφίσει.
Ωστόσο, η επιρροή του επεκτείνεται περισσότερο. Διαθέτει μία από τις πιο ισχυρές επιχειρήσεις άσκησης πίεσης στην Κ Street (κεντρικός δρόμος στην Ουάσινγκτον όπου εδράζουν πολλές ομάδες άσκησης πίεσης) και, μέσω των επιχειρήσεων του Charles Koch και άλλων μεγιστάνων των υδρογονανθράκων, ένα δίκτυο κέντρων μελετών και προπαγανδιστών, «ειδικό» να θολώνει τα όρια μεταξύ της οικονομίας, της φιλελεύθερης ιδεολογίας και των θεωριών συνωμοσίας.
Το Ίδρυμα Δημόσιας Πολιτικής του Τέξας που συνδέεται με τον Koch έκανε την αρχή κατηγορώντας την αιολική ενέργεια για το πρόσφατο μπλακάουτ της πολιτείας. Όπως και το λόμπι υπέρ της οπλοκατοχής, ένα άλλο λόμπι καταστρατήγησης της κοινής γνώμης, το στρατόπεδο των ορυκτών καυσίμων έχει επίσης προπαγανδίσει μια ισχυρή συντηρητική μυθολογία.
Ισχυρίζεται ότι, σε αντίθεση με τις παραχαϊδεμένες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, είναι προνόμιο των ελεύθερων πνευμάτων που παλεύουν με την άγρια φύση- που είναι κατά το ήμισυ αλήθεια-και μη επιδοτούμενο, κάτι που δεν είναι.
Η ικανότητα της βιομηχανίας των ανανεώσιμων να αντιδρά ήταν μέχρι πρόσφατα περιορισμένη. Για χρόνια ήταν πολύ μικρή για να ασκήσει αποτελεσματική πίεση και οι διαφορετικές τεχνολογίες της την καθιστούσαν αργή στην οργάνωση.
Ως εκ τούτου, εκπροσωπήθηκε στη μάχη για επιρροή κυρίως από τους περιβαλλοντολόγους. Αυτός ήταν καλός τρόπος προσέλκυσης των Δημοκρατικών. Αλλά βοήθησε τους εχθρούς της προς τα δεξιά να διαστρεβλώσουν τη βιομηχανία – που σήμερα αποτελεί πηγή του 20% περίπου της αμερικανικής ηλεκτρικής ενέργειας και άνω των 400.000 θέσεων εργασίας- ως ένα αριστερό ανοσιούργημα.
Στις αρχές του τρέχοντος έτους ο κύριος εμπορικός όμιλος αιολικής ενέργειας επαναλανσαρίστηκε ως American Clean Power Association (ACP), ένα λόμπι πολλαπλών τεχνολογιών. Στα μέλη της περιλαμβάνεται ο γίγαντας της βιομηχανίας, NextEra Energy, για την οποία κανένας δεν φαίνεται να έχει την άποψη ότι εκπροσωπεί τα δικαιώματα των βρυόφυτων.
Η εταιρεία κοινής ωφέλειας με έδρα τη Φλόριντα, υπό την ηγεσία ενός βαμμένου Ρεπουμπλικάνου, της οποίας η αποτίμηση στην αγορά πέρυσι ξεπέρασε για λίγο εκείνη της Exxon Mobil, άσκησε πιέσεις κατά των ηλιακών συλλεκτών στις στέγες και της υδροηλεκτρικής ενέργειας.
«Ως βιομηχανία αξίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων πρέπει να προβάλλουμε το οικονομικό μας επιχείρημα, όχι μόνο το περιβαλλοντικό», λέει η διευθύνουσα σύμβουλος της εμπορικής ένωσης, Heather Zichal. Ωστόσο, η αλλαγή της πολιτικής σε αυτό το θέμα θα είναι δυσκολότερη από ότι υποδηλώνουν τα οικονομικά.
Ακόμη και όταν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δημιουργούν πολλές θέσεις εργασίας, αυτές τείνουν να είναι παροδικές. Χρειάζονται πολλοί εργαζόμενοι για την κατασκευή ενός ηλιακού ή αιολικού πάρκου, αλλά ελάχιστοι για τη συντήρησή τους.
Συνεπώς, η τοπική υποστήριξη σε τέτοια έργα τείνει να είναι επιφανειακή. Δεν μπορεί να συγκριθεί με την ενστικτώδη προσκόλληση της μικρής κοινότητας των Απαλαχίων στη βιομηχανία άνθρακα, ακόμη και χρόνια μετά το κλείσιμο του τοπικού ορυχείου.
Άνεμοι, αλλά χωρίς αλλαγή
Το λόμπι των ορυκτών καυσίμων δεν πρόκειται να τα παρατήσει. Σύμφωνα με έναν υπολογισμό, πέρυσι ξεπέρασε κατά 13:1 τις αντίστοιχες δαπάνες για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η διαρκής επιρροή της εξόρυξης δείχνει επίσης πόσο καιρό μπορεί ένα καλά οργανωμένο λόμπι να ξεπεράσει την οικονομική του σημασία.
Πράγματι, η αίσθηση της απώλειας που εκπέμπει μια ετοιμοθάνατη βιομηχανία ήταν ίσως αυτό που κατέστησε την εξόρυξη τόσο ελκυστική για τον κινδυνολόγο κ. Trump εξ αρχής. Η οικονομία της αμερικανικής ενέργειας μετασχηματίζεται- η πολιτική, όχι τόσο πολύ.
© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά βρίσκεται στο www.economist.com