THEPOWERGAME
Μόνο προς τα πάνω αναμένεται να κινούνται οι τιμές πώλησης σε όλο και περισσότερες περιοχές της χώρας τα επόμενα χρόνια, καθώς η οικονομική ανάκαμψη αναμένεται να συμπαρασύρει και την αγορά ακινήτων. Παράλληλα, ενισχυτικά ως προς το ύψος των τιμών των ακινήτων αναμένεται να διαδραματίσει και μια σειρά παραγόντων, όπως η επιστροφή των ξένων αγοραστών/επενδυτών, ιδίως από το 2022 και μετά, η σταδιακή ενίσχυση των κεφαλαίων που διαθέτουν οι τράπεζες στην αγορά στεγαστικής πίστης, έργα αστικών αναπλάσεων και υποδομής, όπως η νέα γραμμή 4 και οι μελλοντικές επεκτάσεις του μετρό και το Ελληνικό, όπως επίσης και μέτρα τόνωσης της αγοράς ακινήτων που υιοθετεί η κυβέρνηση, όπως η νέα μείωση του ΕΝΦΙΑ από το 2022 και η κατάργηση της φορολόγησης των γονικών παροχών.
Η αγορά ακινήτων και τα εισοδήματα
Ασφαλώς, το ζήτημα είναι να υπάρξει και ενίσχυση των εισοδημάτων και γενικότερα της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών. Προς την κατεύθυνση φαίνεται πως υπάρχει βελτίωση σε σχέση με πριν από ένα χρόνο. Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία της εταιρείας αναλύσεων Numbeo, η Αθήνα κατατάσσεται στην 63η θέση επί συνόλου 179 πόλεων στην Ευρώπη, ως προς το δείκτη τιμών αγοράς/εισόδημα. Με βάση τα τελευταία δεδομένα, στην Ελλάδα, απαιτείται εισόδημα 11 ετών για την απόκτηση ενός μεταχειρισμένου διαμερίσματος 90 τ.μ. Πριν από ένα χρόνο, απαιτούνταν μισθοί 13 ετών για το ίδιο ακίνητο. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο απόγειο της «φούσκας» της αγοράς ακινήτων την περίοδο 2009-2010 χρειάζονταν 16 χρόνια εισοδημάτων για την χρηματοδότηση της αγοράς κατοικίας. Ουσιαστικά, αυτό που παρατηρείται είναι η σταδιακή επιστροφή της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών στο σημείο που βρίσκονταν στις αρχές του 2019, όταν απαιτούνταν 10,3 χρόνια μισθών για την αγορά ακινήτου.
Επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης των τιμών
Με βάση τα στοιχεία που ανακοίνωσε η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) την προηγούμενη εβδομάδα, κατά το φετινό δεύτερο τρίμηνο, σημειώθηκε σημαντική επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης των τιμών των κατοικιών. Στην Αθήνα, οι αξίες ενισχύθηκαν με ετήσιο ρυθμό της τάξεως του 6,4%, ενώ στη Θεσσαλονίκη με 4,1%. Πανελλαδικά, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 4,4%. Κατά το πρώτο τρίμηνο, με βάση τις αναθεωρημένες τιμές της ΤτΕ, η αύξηση στο σύνολο της χώρας διαμορφώθηκε σε 3,5%, ενώ για το σύνολο του 2020, ο σχετικός ρυθμός ήταν της τάξεως του 4,4%. Αντίστοιχα, στην Αθήνα, οι τιμές ενισχύθηκαν κατά 5,6% το πρώτο τρίμηνο, ενώ ακολούθησε η Θεσσαλονίκη, όπου σημειώθηκε ετήσια αύξηση κατά 3,8%. Για το σύνολο του 2020, οι τιμές στην Αθήνα αυξήθηκαν κατά 7,6% και στη Θεσσαλονίκη κατά 4,8%.
Οι προβλέψεις και η σύγκριση με το 2007
Σε πρόσφατη μελέτη της, η Τράπεζα Πειραιώς προχώρησε στην πρόβλεψη ότι οι τιμές των κατοικιών σε πανελλαδικό επίπεδο πρόκειται να αυξάνονται με ετήσιο ρυθμό 4,9% μέχρι το 2027, όταν και θα αγγίξουν το ανώτατο σημείο στο οποίο είχαν βρεθεί το 2007, κατά το προηγούμενο «ράλι» της κτηματαγοράς. Ασφαλώς, σε σχέση με το 2007, παρατηρείται σημαντική διαφοροποίηση τόσο στο σκέλος της προσφοράς, όσο και της ζήτησης. Πριν από 20 χρόνια, κατασκευάζονταν και πωλούνταν πάνω από 150.000 νέες κατοικίες σε ετήσια βάση. Σήμερα, τα αντίστοιχα νούμερα είναι περίπου στο 10% του 2007. Αντίστοιχα, η ζήτηση τροφοδοτείται κυρίως από ξένους ενδιαφερόμενους (πάνω από 850 εκατ. ευρώ εισροές κεφαλαίων το 2020 και 1,45 δις ευρώ το 2019), τη στιγμή που δεν προβλέπεται σημαντική ενίσχυση της στεγαστικής πίστης, αν δεν χαλαρώσουν τα κριτήρια δανειοδότησης.
Ασφαλώς, εφόσον οι τιμές των κατοικιών συνεχίσουν να αυξάνονται με τον σημερινό ρυθμό – ή ακόμα κι αν ο ρυθμός αυτός επιταχυνθεί ακόμα περισσότερο, είναι προφανές ότι θα υπάρξει νέα επιδείνωση της αγοραστικής δύναμης, εξέλιξη που θα πλήξει την ζήτηση και τον όγκο των αγοραπωλησιών κατοικιών. Κρίσιμο στοιχείο θα είναι ασφαλώς και η διαπραγματευτική στάση που θα τηρήσουν οι πωλητές, με αρκετούς επαγγελματίες της αγοράς ακινήτων, να σημειώνουν ότι υπάρχει ήδη μια σημαντική αναντιστοιχία ανάμεσα στις προσδοκίες όσων πωλούν ακίνητα αυτήν την περίοδο και των ποσών που είναι διατεθειμένοι να δαπανήσουν οι υποψήφιοι αγοραστές. Σε ορισμένες περιπτώσεις το χάσμα” αυτό είναι της τάξεως του 15-20% και όσο δεν γεφυρώνεται, δεν γίνονται και συναλλαγές. Αντιθέτως, όπου γίνονται υποχωρήσεις, η αγοραπωλησία μοιάζει σχεδόν βέβαιη.