THEPOWERGAME
Για κάποιους ανθρώπους νομίζεις πως τους διάλεξε η αθανασία και δεν θα φύγουν ποτέ. Είναι οι άνθρωποι που έγιναν σύμβολα ενός αγώνα για ανώτερα ιδανικά, για τη Δημοκρατία, για την Ισότητα, για την Πατρίδα, για την Αγάπη. Ένα τέτοιο σύμβολο ήταν για τους Έλληνες, για τους απανταχού δημοκράτες και για μένα ο Μίκης Θεοδωράκης. Και όσο κι αν ξέρεις πως την αθανασία δεν την αντάμωσε κανείς, ποτέ δεν είσαι έτοιμος να δεχθείς το φυσικό, σαρκικό τέλος του συμβόλου σου.
Κάπως έτσι, το πρωί της 2ας Σεπτεμβρίου με βρήκε να γράφω την είδηση του θανάτου του Μίκη Θεοδωράκη. Χωρίς να το καταλάβω, συνειδητοποίησα ότι μόλις και μετά βίας συγκρατούσα τα δάκρυά μου. Δάκρυα για την Ελλάδα την περήφανη, τη μαχητική, την ταλαντούχα, την ασυμβίβαστη, την αγωνιστική, την πατριωτική, την ελεύθερη. Όλα αυτά ήταν ο Μίκης και όλα αυτά ήταν η Ελλάδα του Μίκη.
Λένε πως τα σύμβολα δεν πεθαίνουν ποτέ, πως το έργο τους, η ιδιοφυΐα και το ταλέντο τους ξεπερνούν την έννοια του χωροχρόνου, όπως την αντιλαμβανόμαστε οι άνθρωποι. Συμβαίνει όμως, έτσι; Πολύ φοβάμαι πως η ταχύτητα της σημερινής μηδενιστικής κοινωνίας και λησμονά και θάβει τα σύμβολά της, χωρίς καν να γράψει το όνομά τους στην ταφόπλακα που τους βάζει.
Αφορμή για προβληματισμό ο θάνατος του Μίκη, που έγινε και στον δικό μου επαγγελματικό και φιλικό περίγυρο το μοναδικό θέμα συζήτησης των ημερών. Μέσα στον ευρύ αυτόν τον κύκλο, μιλώντας για τον βίο του -μεταξύ των οποίων και η δράση του ως εκπρόσωπος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη-, ήταν που είδα στο βλέμμα δύο 20χρονων την απορία. Κι έτσι ρώτησα: «Γνωρίζετε ποιος ήταν ο Γρηγόρης Λαμπράκης;». Η απάντηση του ενός αρνητική, του άλλου χειρότερη: «Μήπως είναι αυτός που τον δολοφόνησε η 17 Νοέμβρη;». Τα λόγια προκάλεσαν έκπληξη, απογοήτευση και μια διάθεση επίπληξης μαζί. Πώς είναι δυνατόν να μην γνωρίζεις τον Γρηγόρη Λαμπράκη, να μην έχεις διαβάσει για αυτόν, να μην τον έχεις έστω ακούσει ως το όνομα κάποιας οδού και να μην ενδιαφερθείς να μάθεις ποιος μπορεί να είναι;
Ακολούθησε δεύτερη ερώτηση, με αφορμή τη γνωστή φωτογραφία με τους Κατράκη, Θεοδωράκη, Ρίτσο και Ελύτη. Ζήτησα να μου απαριθμήσουν τους εικονιζόμενους. Και πάλι δεν έλαβα καμία απάντηση από τον ένα εκ των δύο εκπροσώπων της ελληνικής νεολαίας. Η δεύτερη απάντηση προκάλεσε την ίδια έκπληξη, οργή κι απογοήτευση μαζί. Αναγνωρίστηκαν ο Θεοδωράκης και ο Ρίτσος. Όσο για τον Ελύτη, «ξαναβαφτίστηκε» σε Σεφέρη (σου λέει, Νόμπελ ο ένας, Νόμπελ κι ο άλλος), ενώ ο Κατράκης αποτέλεσε τον μεγαλύτερο γρίφο- αν και μετρά αρκετές συμμετοχές σε ταινίες που παίζονται ξανά και ξανά στην ελληνική τηλεόραση. Με τα πολλά, έρχεται μια άκρως απογοητευτική απάντηση κι απόλυτα ενδεικτική για τη σύγχυση που επικρατεί στο κεφάλι αρκετών νέων -ακόμα και ορισμένων, που διαθέτουν πτυχία και περγαμηνές. Και το όνομα αυτού: Κωστής Παλαμάς! Εκείνη τη στιγμή, ένιωσα το κεφάλι από το άγαλμά του στο Πνευματικό Κέντρο να φεύγει από το μαρμάρινο του χέρι και να γίνεται χίλια κομμάτια πεσμένο στο πεζοδρόμιο με βογκητά της φωνής του Κατράκη.
Τα σύμβολά μου, τα σύμβολα της Ελλάδας έγιναν κομμάτια και θάφτηκαν με μεγάλα φτυάρια που -ας μην κρυβόμαστε- τα κρατούσαν νέοι, που στο δημοτικό βαριόντουσαν να τραγουδήσουν στις σχολικές γιορτές Ελύτη και Θεοδωράκη. Αυτοί που στο γυμνάσιο έτρεχαν από το ένα φροντιστήριο στο άλλο, θυσιάζοντας ευκαιρίες Παιδείας. Αυτοί που στο λύκειο απεχθάνονταν τις συζητήσεις με τους γονείς τους -αλλά και αυτοί δεν έμπαιναν στον κόπο να τους μιλήσουν λίγο, μόνο λίγο για τα σύμβολά μας, για την ταυτότητά μας, για το χώμα που είναι δικό τους και δικό μας, για τον Ωρωπό, για τους ανθρώπους που έκαναν τα πάντα να αποτελέσουν παρελθόν τα μαύρα χρόνια και το κατόρθωσαν, γιατί κατάλαβαν πως θέλει κι οι ζωντανοί να δώσουν το αίμα τους.
Με αυτή την οργή, αλλά περισσότερο με απογοήτευση και θλίψη, φόρεσα τη μάσκα μου και την Τρίτη μετά το γραφείο, κρατώντας στο χέρι μερικά λουλούδια, πήγα στη Μητρόπολη. Η ουρά έφτανε μέχρι την Πλάκα και η αναμονή ξεπερνούσε τη μία ώρα, όπως αρμόζει στα σύμβολα, όπως άρμοζε και στον Μίκη μας. Αυτή την ώρα, πήρα τον χρόνο μου και παρατήρησα τα άτομα που έσπευδαν το ένα μετά το άλλο στο σημείο. Και με ξαναέπιασαν πάλι δάκρυα. Νέοι και νέες, έφηβοι και φοιτητές που είχαν το ίδιο με μένα σύμβολο, τραγουδούσαν την ώρα που περίμεναν Ένα το Χελιδόνι, Της Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ, Όμορφη Πόλη, Το Τρένο Φεύγει στις 8 και τόσα άλλα. Πιο δίπλα μου ένας ηλικιωμένος κύριος κρατούσε από το ένα χέρι την εγγονή του -θα ήταν δεν θα ήταν επτά χρονών-, στο άλλο τη γυναίκα του και δίπλα τους οι κόρες τους -γύρω στα 35 με 40. Στο Ένα το Χελιδόνι δεν άντεξε και έβαλε τα κλάματα. Τα κορίτσια του τον χάιδευαν τρυφερά. Προσπάθησα να μαντέψω τι μπορεί να είχε περάσει, τι αγώνες να είχε δώσει, αλλά γρήγορα κατάλαβα πως δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως τρεις γενιές στέκονταν εκεί χέρι – χέρι, δίνοντας τη νοητή διαβεβαίωση στον Μίκη να φύγει ήσυχος, γιατί υπάρχει ελπίδα, γιατί υπάρχει η συνέχεια, γιατί μπορεί να θέλει δουλειά πολλή, αλλά ο ήλιος γυρίζει πάντα.