THEPOWERGAME
Στο πλαίσιο του Φακέλου που παρουσιάζει τα ενεργειακά προφίλ Ελλάδας-Τουρκίας και το μεταξύ τους ισοζύγιο, καθώς και τη μεταξύ τους γεωπολιτική ισορροπία, όπως διαμορφώνεται ως αποτέλεσμα των παραπάνω, σήμερα δημοσιεύουμε το έβδομο μέρος:
Η αξία των υδρογονανθράκων μειώνεται ραγδαία λόγω της ανάγκης για αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, που σταδιακά αλλά ουσιαστικά τους θέτει στο περιθώριο. Η πιθανή «ταφόπλακα» στην έρευνα και εξόρυξη σε νέα πεδία υδρογονανθράκων, ειδικά των κοστοβόρων σε βαθιά νερά όπως τα ελληνικά, μπήκε τον Δεκέμβριο του 2019, όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία αποφάσισε ότι οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου πρέπει να μηδενιστούν μέχρι το 2050 -και όχι το 2070, όπως προβλέπονταν με την Συμφωνία των Παρισίων το 2015. Επενδύσεις στον τομέα των υδρογονανθράκων θα συνεχίζονται βέβαια, σε παλιά πεδία ή ήδη βεβαιωμένα χαμηλού επενδυτικού και λειτουργικού κόστους.
Διεθνείς Τιμές Φυσικού Αερίου και LNG, Ιανουάριος 2018-Απρίλιος 2021
Αυτή είναι η πραγματικότητα στην οποία πρέπει να προσαρμοστεί και η Ελλάδα. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να συνεχισθεί η προσπάθεια περαιτέρω οριοθέτησης και περιφρούρησής της ΑΟΖ, αφού πρόκειται για τα θαλάσσια σύνορά της και εντάσσεται στα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας. Χωρίς, βέβαια, να παραγνωρίζεται η αξία της ΑΟΖ για την αλιεία και τη δημιουργία υπεράκτιων αιολικών πάρκων.
Από τα μέχρι σήμερα στοιχεία προκύπτει ότι τα πλέον υποσχόμενα ελληνικά θαλάσσια οικόπεδα έρευνας είναι στα Δυτικά και Νότια. Η ελληνική ΑΟΖ στις αντίστοιχες περιοχές είναι οριοθετημένη με την Ιταλία και την Αίγυπτο και συντόμως ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης με την Αλβανία. Στην εκκρεμότητα με τη Λιβύη ο Νόμος Μανιάτη (4001/2011) προσέφερε μια αρχική νομική βάση ικανοποιητική για τις εταιρείες. Η μόνη ουσιαστική εμπλοκή, το τουρκολιβυκό μνημόνιο, έχει σαφώς καταδικασθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και εν πάση περιπτώσει οι πολιτικές εξελίξεις -το μνημόνιο δεν κυρώθηκε από τη Λιβυκή Βουλή- δημιουργούν ελπίδα οριστικής διευθέτησης, που ήδη η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει και μάλιστα σε ανώτατο επίπεδο, με το νέο καθεστώς.
Ο πρωθυπουργός της χώρας Κυριάκος Μητσοτάκης, επίσης, στην πρόσφατη επίσκεψή του στο Κάιρο, δεν ξέχασε να αναφερθεί στην ΑΟΖ και να ζητήσει να συμπληρωθεί η τμηματική οριοθέτηση που πραγματοποιήθηκε στις 6 Αυγούστου 2020. Θα είναι μεγάλη επιτυχία της κυβέρνησης εάν καταφέρει να προβεί σε μια ολική οριοθέτηση ΑΟΖ με την Αίγυπτο. Εάν συμβεί αυτό, τότε ακυρώνεται οριστικά το τουρκολυβικό μνημόνιο και εμποδίζεται σημαντικά η πρόσβαση της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Διφορούμενα μηνύματα…
Από τη μία πλευρά, οι επιτυχίες στην εξωτερική πολιτική φαίνεται να εξασφαλίζουν ότι δεν υφίσταται άμεσο γεωπολιτικό κώλυμα στο ενεργειακό πρόγραμμα της χώρας. Η μετά COVID εποχή, τουλάχιστον στον τομέα της ενέργειας, φαίνεται να ανατέλλει και μετά την αναγκαστική ανάπαυλα ο Ν. 4631/2019 θα μπορούσε να αποτελέσει εφαλτήριο για τη σταδιακή επαναδραστηριοποίησή του.
Από την άλλη, όμως, η προ μηνών δήλωση του ΥΠΕΞ κ. Νίκου Δένδια στο Arab News, «…το Αιγαίο είναι ένας παράδεισος στη γη. Δεν σκοπεύουμε να το μετατρέψουμε σε κόλπο του Μεξικού. Η Ελλάδα δεν σχεδιάζει στο άμεσο μέλλον να γίνει χώρα παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου,» δημιούργησε αίσθηση, αν όχι εύλογα ερωτηματικά για το μέλλον της εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων, την ώρα που βρίσκονται σε -έστω και παγωμένη- ισχύ 11 παραχωρήσεις σε όλη την επικράτεια. Ταυτόχρονα, δημιουργούνται και εύλογα ερωτηματικά για το πόσο είναι διατεθιμένη η χώρα να ανακηρύξει ΑΟΖ και στα ανατολικά της σύνορα, όπως δικαιούται, αλλά και τι νόημα θα είχε μια τέτοια κίνηση, που συνεπάγεται και την ανάλογη πολυδάπανη αμυντική θωράκισή της, εάν δεν σχεδιάζει να αξιοποιήσει πλήρως τα ενεργειακά αποθέματά της;
Την ίδια ώρα που η Ελλάδα κινδυνεύει να καταστεί απλά κοινός αποδέκτης διακομιζόμενου φυσικού αερίου, η Τουρκία, το Ισραήλ και η Αίγυπτος -και σε βάθος χρόνου πιθανώς η Ρωσία- θα αγωνιστούν για την κυριαρχία στην παροχή ενός ολοένα πλουσιότερου μείγματος φυσικού αερίου προς τις ευρωπαϊκές αγορές. Η Αίγυπτος είναι σήμερα ο κύριος ρυθμιστής που εισάγει και εξάγει φυσικό αέριο, κτίζει υποδομές, οργανώνει την έρευνα και γεωτρήσεις, νέους γύρους εξερεύνησης και εμπορικούς διαγωνισμούς, ιδιαίτερα στο νοτιοδυτικό άκρο της λεκάνης του Ηρόδοτου και στα επαναπροσδιορισμένα όρια με την Ελλάδα νοτίως της Ρόδου και ανατολικά της Κύπρου.
Δυστυχώς, όσον αφορά την Κύπρο, εκεί η αμεσότητα της απόδοσης των κοιτασμάτων συνδυάζεται με την επιδείνωση του γεωπολιτικού περιβάλλοντος. Μέχρι την έκρηξη της πανδημίας υπήρχε σημαντική ερευνητική δραστηριότητα από τις μεγαλύτερες εταιρείες σε όλα τα ελπιδοφόρα κυπριακά οικόπεδα, ιδίως τα γειτνιάζοντα με τα γνωστά γιγαντιαία κοιτάσματα της περιοχής, το Αιγυπτιακό ΖΟΡ και το Ισραηλινό Λεβάθιαν. Η πανδημία, όμως και οι γεωπολιτικές εξελίξεις, σε συνδυασμό με την πορεία του κυπριακού ζητήματος που είναι αδιέξοδη, είχαν ως αποτέλεσμα σημαντικές καθυστερήσεις. Σε κάθε περίπτωση, με σχεδόν το 90% της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος της Κύπρου να βασίζεται στην εισαγωγή προϊόντων πετρελαίου, το ενεργειακό τοπίο της Κύπρου θα εξαρτηθεί ιδιαίτερα τα επόμενα χρόνια από τις εισαγωγές φυσικού αερίου, μέσω του τερματικού σταθμού αεριοποίησης και ανάπτυξης σχετικών υποδομών.
Καλώς ή κακώς, η παγκόσμια ισορροπία σήμερα χαρακτηρίζεται από λίαν ευμετάβλητες γεωπολιτικές συνθήκες και κανείς δε γνωρίζει ή μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια το πώς θα εξελιχθεί το αυριανό περιβάλλον ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή. Όμως, η εξασφάλιση ενεργειακών πόρων πρέπει να αποτελεί βασική προτεραιότητα οποιασδήποτε κυβέρνησης καθότι προέχει η συνεχής και ασφαλής παροχή ενέργειας, αφού χωρίς αυτή καταρρέει το όλο σύστημα. Στην περίπτωση της Ελλάδας, όπως έχει ήδη αναφερθεί, το 70% περίπου του φυσικού αερίου που καταναλώνει εισάγεται με χερσαίους αγωγούς, που όλοι ανεξαιρέτως διέρχονται μέσω Τουρκίας, καθιστώντας τη χώρα ευάλωτη σε γεωπολιτικούς εκβιασμούς και υψηλό κόστος ενέργειας.
Με το φυσικό αέριο να αποτελεί το καύσιμο-γέφυρα για τις επόμενες δεκαετίες -μιας και χωρίς αυτό καθίσταται αδύνατη η ένταξη των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή- και το πετρέλαιο να καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των μεταφορών τουλάχιστον μέχρι το 2040, η παραγωγή αερίου από τα εγχώρια κοιτάσματα θα έδινε στη χώρα, έστω και μεσομακροπρόθεσμα, τόσο τη δυνατότητα κάλυψης των ενεργειακών της αναγκών με οικονομικά ανταγωνιστικές τιμές, όσο και τη δυνατότητα ανάπτυξης εξαγωγών, καθιστώντας τη πραγματικό ενεργειακό κόμβο Ανατολής-Δύσης και Βορά-Νότου και όχι απλά άλλη μια ενεργειακή οδό.